Στις
εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο της απελευθέρωσης της Πρέβεζας («Όαση»,
19-10-2019, 19:15), θα έχω την τιμή να πραγματοποιήσω σύντομη ομιλία με τίτλο «Η
Απελευθέρωση της Πρέβεζας μέσα από τη μαρτυρία των αρχείων» προκειμένου να
καταδείξω τη σημασία των αρχείων στην τεκμηρίωση της ιστορίας της πόλης.
Δίνοντας μια πρόγευση της προσέγγισής μου, δημοσιεύω μια ενδιαφέρουσα επιστολή από
τη συλλογή του φίλου Κώστα Σάλιαρη, ιδιοκτήτη του «Ρεμπέτικου Στεκιού» και αθόρυβου
συλλέκτη τεκμηρίων της ιστορίας της πόλης, ευχαριστώντας τον που μου παραχώρησε
ευγενικά τη δυνατότητα ψηφιοποίησης και δημοσίευσης της εν λόγω επιστολής.
Η
επιστολή έχει συνταχθεί στην Πρέβεζα στις 23-11-1912 και έχει γραφτεί σε
επιστολόχαρτο με λογότυπο του Πρακτορείου Σαλαώρας της «Ελληνικής Ατμοπλοίας Π.
Δ. Γουδή».
Ένα
μήνα λοιπόν μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας, ένας στρατιώτης που βρισκόταν
στην πόλη έγραψε μία δισέλιδη επιστολή στην αγαπημένη του. Ο στρατιώτης προηγουμένως
είχε βρεθεί στη Λευκάδα, από όπου είχε γράψει ήδη δύο φορές στην ίδια
παραλήπτρια. Κατόπιν, ήρθε στην Πρέβεζα περιμένοντας να κατευθυνθεί με τη
μονάδα του προς τα Γιάννενα. Ο λόγος της καθυστέρησής τους ήταν η αναμονή
πολεμοφοδίων. Κατά την παραμονή του στην πόλη δεν έμενε σε κάποιον στρατώνα
αλλά σε ιδιωτική κατοικία ενός «άρχοντα Βλάχου Έλληνα», προφανώς κάποιου
εύπορου Συρρακιώτη της πόλης.
Το
θέμα συζήτησης ανάμεσα στους στρατιώτες εκείνη την ημέρα φαίνεται να ήταν η
είδηση της ανακωχής των υπολοίπων βαλκανικών κρατών (Βουλγαρίας, Σερβίας,
Μαυροβουνίου) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που υπογράφτηκε στις 20 Νοεμβρίου
και στην οποία δεν προσχώρησε η Ελλάδα. Δεδομένου του γεγονότος ότι η επιστολή
συντάσσεται στις 23 Νοεμβρίου, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η σχεδόν άμεση διάχυση
της πληροφορίας στο στράτευμα. Η είδηση παρουσιάζεται από τον επιστολογράφο ως
αιτία αγωνίας και δίνει αφορμή για κριτική προς τον Βενιζέλο, η οποία όμως
μετριάζεται αμέσως μετά με μια συγκαταβατική φράση: «ας είναι». Προφανώς η
στάση αυτή υπαγορεύεται από την πολιτική τοποθέτηση του συντάκτη της επιστολής,
ο οποίος εντασσόταν στο χώρο των σοσιαλιστών. Μάλιστα, σε υστερόγραφό του,
γραμμένο στο περιθώριο της επιστολής, αν και στην πρώτη της σελίδα, αναφέρει τη
συνάντησή του με ομοϊδεάτες του.
Ωστόσο,
ο στρατιώτης δεν αρκείται να γράψει στην αγαπημένη του τα νέα του, ή τις
αγωνίες του και το πόσο αναπολεί την παρουσία της. Της γράφει και λίγες γραμμές
για την Πρέβεζα και τις εντυπώσεις του από αυτήν. Η Πρέβεζα δεν του
θυμίζει «τουρκόπολη» αλλά αντίθετα την χαρακτηρίζει «εφτανησιώτικη» και
διακρίνει σε αυτήν κερκυραϊκό χρώμα. Αναφέρεται στις φραγκοσυκιές και στις
τριανταφυλλιές, στα στενά λιθόστρωτα δρομάκια της πόλης, στα πράσινα παράθυρα
και τις αψιδωτές πόρτες των πέτρινων σπιτιών. Η θάλασσα με τις αραγμένες βάρκες
αλλά και οι αγαύες (φυτά περισσότερο γνωστά εδώ ως «αθάνατοι»), του θυμίζουν το
νησί του. Από την προκυμαία, για την οποία χρησιμοποιεί την γαλλική λέξη «quai» (στο χειρόγραφο γραμμένο ως «κέ»), βλέπει το Διοικητήριο,
το Κάστρο του Αγίου Ανδρέα και τον μιναρέ του τζαμιού, που βρισκόταν εκεί που
αργότερα χτίστηκε η Λέσχη Προσκόπων, απέναντι από την πρώην «Όαση». Προφανώς
είχε φτάσει στον μόλο του Μουστάκη, που βρισκόταν μπροστά από το σαπουναριό του,
στη σημερινή θέση της τράπεζας Eurobank. Η μνεία του
μιναρέ του δίνει αφορμή να αναφερθεί συμβολικά στη λήξη της τουρκικής
κυριαρχίας στην πόλη.
Πέρα
από την γενική περιγραφή της εικόνας και της χλωρίδας της πόλης και της
παραθαλάσσιας τοποθεσίας της, η αναφορά συγκεκριμένων σημείων της
πόλης ακολουθεί τη διαδρομή ενός περιπάτου που φαίνεται να ξεκινάει από το
σημερινό ιστορικό κέντρο της πόλης έχοντας κατεύθυνση προς την παραλία και το Διοικητήριο,
τα σημερινά Δικαστήρια. Ο περίπατος αυτός θυμίζει έναν άλλο αντίστοιχο, κάποια
χρόνια αργότερα, αυτόν που φαίνεται να κάνει ο Καρυωτάκης στο ποίημά του «Πρέβεζα». Ωστόσο
άξιο προσοχής είναι το πόσο διαφορετική είναι η οπτική ανάμεσα στα δύο κείμενα.
Απέναντι στην σκοτεινή και μίζερη διάθεση του ποιητή προς την πόλη, την σχεδόν
γεμάτη αηδία (λέξη που χρησιμοποιεί
στο ποίημα), μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε τις εικόνες του στρατιώτη, σχεδόν
λυρικές και γεμάτες χρώματα. Ο στρατιώτης διακρίνει το κερκυραϊκό χρώμα της
πόλης και τα πράσινα παραθυρόφυλλα των πέτρινων σπιτιών. Ο Καρυωτάκης από αυτά
τα σπίτια βλέπει μόνο μαύρους τοίχους. Λερούς δρόμους βλέπει ο τελευταίος, εκεί
που ο στρατιώτης παρατηρεί το καλντερίμι. Ο στρατιώτης υμνεί τη θάλασσα, ο
Καρυωτάκης νιώθει σ’ αυτήν τον θάνατο. Το ίδιο και στα ζουμπούλια, τη στιγμή
που ο στρατιώτης κόβει ένα τριαντάφυλλο από κάποιο πρεβεζάνικο κήπο ή μπαλκόνι,
ως αντίβαρο στα αρνητικά συναισθήματα που τον κατακλύζουν (αγωνία λόγω του
πολέμου, νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα του, αίσθημα απουσίας της
αγαπημένης του). Ωστόσο, παρά τις ψυχικές μεταπτώσεις, ο στρατιώτης φαίνεται να
διατηρεί τελικά την αισιοδοξία του. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για να
ισχυριστούμε ότι τελικά δεν έχει σημασία το τι
βλέπει κάποιος, αλλά το πώς το
βλέπει, και κυρίως, πως το προσλαμβάνουν τα μάτια της ψυχής του.
Ο
λόγος του στρατιώτη σε κάποια σημεία είναι ποιητικός. Και είναι ξεκάθαρο ότι
πρόκειται για άνθρωπο με μόρφωση και καλλιέργεια. Αποδέκτης της επιστολής είναι
η Αθηνά Γιαννιού στην Αθήνα ενώ ο στρατιώτης που υπογράφει ως «Νικούλης» αναφέρεται
σε ένα σημείο στον εαυτό του ως «Γιαννιό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε
ενώπιόν μας μια επιστολή του γνωστού δημοτικιστή και σοσιαλιστή λογίου,
πολιτικού και δημοσιογράφου, εκδότη αργότερα του «Ριζοσπάστη» (αλλά πριν
ενταχθεί το έντυπο στην υπηρεσία του ΣΕΚΕ) Νικολάου Γιαννιού από την Άνδρο. Πρόκειται
για έναν άνθρωπο που είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι, οπότε
δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν είχε κοσμοπολίτικες παραστάσεις
που δεν θα του επέτρεπαν να διαγνώσει τον πιθανό επαρχιωτισμό μιας τουρκόπολης.
Αλλά για αυτόν, η Πρέβεζα δεν εμπίπτει σ’ αυτήν την κατηγορία. Η παραλήπτρια
είναι επίσης γνωστή. Πρόκειται για την τότε σύντροφό του και μετέπειτα σύζυγό
του, Αθηνά Γαϊτάνου, συγγραφέα και φεμινίστρια. Την εποχή της σύνταξης της
επιστολής δεν είχαν ακόμα συζευχθεί, ωστόσο αξίζει να επισημάνουμε ότι ο
Γιαννιός σημειώνει στη διεύθυνση της παραλήπτριας το όνομα «Αθηνά Γιαννιού».
Η
επιστολή βέβαια είναι ιδιωτική και προφανώς δεν προοριζόταν να δεί το φως της
δημοσιότητας, ούτε όταν γράφτηκε και πιθανώς ούτε στο μέλλον, ή τουλάχιστον δεν
φαίνεται να είχε τέτοιο σκοπό ο συντάκτης της. Πρόκειται για μια βαθιά συναισθηματική
επιστολή που απευθύνεται στην αγαπημένη του σύντροφο. Ωστόσο, θεωρούμε ότι το
κείμενο έχει ιστορική αξία όχι μόνο για τη συγκυρία της σύνταξής του και τις
πληροφορίες που παραδίδει αλλά και για την περιγραφή της πόλης, που θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί και ως ύμνος για αυτήν.
«Πρέβεζα, 23
Νοεμβρ. 1912
Αγαπημένη μου,
Είμαι ακόμα στην
Πρέβεζα. Γράμμα και βραχεία σού έγραψα από τη Λευκάδα. Έχουμε διαταγή να πάμε
μπρος για τα Γιάννινα, μα περιμένουμε να αποβιβασθούν τα ζώα και τα κανόνια μας
όλα, και γι’ αυτό αργοπορούμε.
Καλλίτερα για μας. Μένω σ’ ένα σπίτι ενός άρχοντα Βλάχου-Έλληνα και έχω κρεββάτι
καλό. Τα κέφια πάνε καλά, μολονότι στο βάθος της ψυχής ολωνώνε μας
υπάρχει η αγωνία των νέων κινδύνων και του αγνώστου.
Μας έκοψε και το
αίμα η σημερινή είδηση, πως έγινε ανακωχή των άλλων, εκτός της Ελλάδας. Ο κυρ
Βενιζέλος το πήρε πολύ ψηλά και αδιαφορεί για τα κεφάλια μας. Ας είναι.
Η Πρέβεζα δεν
είναι τουρκοπόλη. Είναι γη εφτανησιώτικη, με χρώμα κερκυραϊκό, φραγκοσυκιές και
τριαντάφυλλα. Έχω ένα στην κουμπότρυπά μου αυτή τη στιγμή για να δείχνη την
αντίθεση με την καρδιά μου ή για να μου την κρύβει. Δεν ξέρω γιατί το βαλλα. Κ’
είναι οι δρόμοι της στενορύμια με καλντερύμια, και τα παραθυρόφυλλα των
πέτρινων σπιτιών με τις αψιδωτές πόρτες, πράσινα. Η Πρέβεζα μ’αρέσει. Έχει
θάλασσα, με βάρκες αραγμένες στην παραλία, έχει και τις αγαύες του νησιού μου και μια ατμόσφαιρα ρομαντική: Μόνος βρέθηκα
τώρα το βράδυ, στο κέ, μπροστά στο τούρκικο διοικητήριο και στο φρούριο το
βενετσιάνικο με τον τούρκικο μιναρέ.
Κ’ ήταν η ώρα
που έπρεπε ο Χότζας να βγή να νανουρίση το τέλος της μέρας στην αγκαλιά των
γύρω βουνών. Μα οι μιναρέδες έχουν σωπάσει πια! Πόσο τραγικά και θλιμμένα
στέκονται τώρα.
Περπατούσα και
φώναζα «Αθηνά», τσιμουδιά!! Σου το ομολογώ πως είναι η πρώτη φορά που άφησα
πάλι τον εαυτό μου να σε κράζει σιμά του. Σου ‘γραφα πως ήθελα να
ξεχάσω γιατί ο πόνος θα μ’ έσχιζε. Σου μίλησα μια δυο ώρες και ξανάβρα το
Γιαννιό, που το μεσημέρι πέντε ποτήρια παραπάνω λευκαδίτικο κρασί τον είχαν
κάμει να τραγουδή με φίλους τη Μαργαρώ και να κτυπά τα χέρια στο τραπέζι… Οι
τριγύρω μου απορούσαν, απορούσα και εγώ, θ’ απορήσεις και συ.
Θα σου γράψω στα
ύστερα από τα Γιάννινα… Ο Νικούλης σου σε γλυκοφιλώ.
[ΥΓ] Τον Γιώργο
δεν τον είδα εδώ καθόλου.... Είδα τον Μαρκόπουλο και άλλους σοσιαλιστές και εδώ».
Δρ.
Ιστορίας
Προϊστάμενος ΓΑΚ
Πρέβεζας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου