Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας λύκος που το έλεγαν Νικολή και μια αλεπού που την έλεγαν Μάρω.
Ο λύκος ζούσε απάνω
στην πλαγιά ενός όμορφου βουνού. Είχε
φτιάξει τη φωλιά του, σε τέτοιο μέρος, που να μην φαίνεται, ούτε από τους
κυνηγούς, ούτε να τον οσμίζονται τα κυνηγόσκυλα, αλλά ούτε και τ άγρια
τσοπανόσκυλα με τα μεγάλα κεφάλια και τα σουβλερά δόντια τους...
Εκεί ψηλά στη πλαγιά, ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους των πουρναριών και κάτω από ένα βράχο
έσκαψε βαθιά, κι έκανε μια μεγάλη
στρόγγυλη φωλιά... Ήταν πολύ καλός μάστορας και μερακλής...
Όταν τελείωσε το
σκάψιμο της φωλιάς, βγήκε απέξω και την κοίταξε σκεφτικός... Μμ., μονολόγησε,
θέλει λίγο σκάψιμο ακόμη, να γίνει λίγο κατηφορική απ’ εδώ και λίγο ανηφορική απ’ εκεί,
να μην μπαίνουν τα νερά της βροχής... Την έκανε, όπως την ήθελε, έβαλε και
μερικά ξερόχορτα για μαλακωσιά κι έπειτα βγήκε έξω για την καμαρώσει... Τέλεια
η φωλιά μου, μονολόγησε... Εδώ θα ζήσω ζωή χαρισάμενη... Η πόρτα μου κατά την
ανατολή, ο πρωινός ήλιος θα με
ζεσταίνει, το αεράκι θα με δροσίζει το καλοκαίρι και θα διώχνει τη μυρωδιά μου
οπότε ψάξτε με πρωτοξαδέρφια σκυλιά...Αα, απ’ εδώ βλέπω, όλα τα ζωντανά που βόσκουν κάτω στις πλαγιές. Πρόβατα,
γίδια, γελάδια, λαγούς... Να, τώρα βλέπω την δευτεροξαδέρφη μου, τη Μάρω.
Γυρνάει από το χωριό... Κάτι κρατάει στο στόμα της... Είναι αυτή μια πονηρή!
Αλλά κι εδώ, στις βουνίσιες πλαγιές έχει, άφθονη τροφή... Και μπροστά μου η
σκάλα του Κήρυκα για να κατεβαίνω κάτω στις λαγκαδιές και στα ξέφωτα κι όταν με
κυνηγούν σκυλιά και άνθρωποι, γρήγορα ν ανεβαίνω και να μπαίνω στη φωλιά μου...
Σκόρπισε τα ξερά χώματα παρακάτω, ανάμεσα
στους θάμνους, για να μην προδοθεί η θέση του σε κανέναν περαστικό. Και
κουρασμένος μπήκε στην νέα του φωλιά και αποκοιμήθηκε ευχαριστημένος...
Αποκάτω στα ριζά του βουνού, παραπέρα από τη
σκάλα του κήρυκα είχε διαλέξει μια βραχοσπηλιά κι εκεί έκανε τη φωλιά της, η
αλεπού η Μάρω. Με τη στενόμακρη μουσουδίτσα της, τη μεγάλη φουντωτή ουρά της,
τα μικρά ολόρθα χαριτωμένα αυτάκια της,
που τα γύριζε προς τους θορύβους που άκουγε και τα παμπόνηρα μαύρα ματάκια της,
πλουμιστή και όμορφη... Από καιρό έψαχνε, αλλά τελικά, βρήκε την καλύτερη θέση
για να κάνει το σπιτικό της...Τα μέρη εκείνα είχαν άφθονη τροφή.. Σαν καλά οι
άνθρωποι στο χωριό, που έτρεφαν αμέτρητες κότες, παχουλά και νόστιμα κοτόπουλα
και περήφανα, κορδωτά και πλουμιστά κοκόρια...Και δεν της ήταν κόπος, να πάει
μέχρι εκεί...
Έτσι λοιπόν, ζούσαν τα δύο μακρινοξάδερφα,
ξεχωριστά κι αγαπημένα, σαν δυο καλοί γείτονες...Καθένας την τροφή και καθένας
το σπίτι του...Πολλές φορές όμως, δεν βρίσκανε, εύκολα τροφή γιατί, οι
τσοπάνηδες είχαν μυριστεί, ότι στην περιοχή είχαν έρθει καινούριοι
κάτοικοι...Κι αυτοί κουβαλούσαν πάντα όπλα μαζί τους και τους έψαχναν να τους
ξεκάνουν...Αλλά και τ άγρια τσοπανόσκυλα, οσμιζόταν το ντόρο τους και έτρεχαν
πέρα δώθε γαυγίζοντας άγρια κι ασταμάτητα... Αλλά και στα χωριά κατάλαβαν οι
γριές ότι τους λείπουν
κότες...Ειδοποιήσανε τους κυνηγούς και αφήνανε τα βράδια αμολητά τα σκυλιά...Έπρεπε να είναι προσεκτικοί και να κρύβονται
καλά.. Βέβαια η παμπόνηρη εύκολα με τέχνη ξεγέλαγε και τους κυνηγούς, αλλά και
τα ζαγαρόσκυλα.. Να όπως χθες, όταν την πλησίασαν πολύ κοντά της και νόμισαν
πως θα την γραπώσουν, εκείνη σταμάτησε απότομα και στη στιγμή φρααπ, άλλαξε
πορεία, κούνησε με τέχνη την φουντωτή ουρά της μια πέρα μια δώθε και από εδώ,
παν και οι άλλοι...Τους μπέρδευε εύκολα τους κουτούς, και τους ξέφευγε εύκολα.
Ήταν άφταστη σε τέτοια τεχνάσματα.. Τάχε διδαχτεί από τη μάνα της... Ούτε που τα λογάριαζε τα σκυλιά του
χωριού...Τις γριές φοβόταν. Ήταν πονηρές και προσεχτικές σαν αυτή.
Έτσι, περνούσε ο
καιρός, και οι δυο γείτονες και φίλοι, βρίσκονταν συχνά, συζητούσαν, έπαιζαν
και περνούσαν ωραία.
Μια μέρα, που συναντήθηκαν λέει ο Νικολής
στη μικροξαδέλφη του: Άκου, Μάρω, νάχεις το νου σου αυτό τον καιρό να φυλάγεσαι
και από τους ανθρώπους και από τα σκυλιά, γιατί κάτι συμβαίνει με τα
ζωντανά...Έχει μεγάλη ξηρασία φέτος, έχει πολύ καιρό να βρέξει και οι άνθρωποι
είναι πολύ νευρικοί και θα ξεσπάσουν σε μας, πρόσεχε κακομοίρα μου!
Το ξέρω, Νικολή και
σε ευχαριστώ, γι’ αυτό κι εγώ δεν ψάχνω την τροφή μου σ αυτά τα μέρη εδώ, αλλά
πάω μακριά σε άλλα χωριά...
Μπράβο πονηρούλα
μου, τόχω καταλάβει ότι είσαι λογική!
Περνούσε ο καιρός
και τα πράγματα χειροτέρευαν και για τα ζώα, αλλά και για τα μακρινοξαδέρφια,
το Νικολή και τη Μάρω...Είχαν αλλάξει, όλοι και ζώα και άνθρωποι από την
ξηρασία και τον παλιόκαιρο... Είχε πολύ καιρό να βρέξει.
Ακόμη και ο Νικολής, με πολύ δυσκολία
εύρισκε που και που τίποτε αποφάγια...Πεινούσε και είχε αδυνατίσει πολύ...Το
μόνο τώρα που μου απομένει είπε, να κανονίσω να μου βρίσκει τροφή, η Μάρω...
Αυτή και πολύ πιο νεότερη από μένα είναι, αλλά τρέχει και κρύβεται καλύτερα και πιο πανούργα είναι... Κάθισε λίγο και το
σκέφτηκε...Αα, δεν έχω άλλη λύση και κούνησε λίγο, το κεφάλι του... Κι αν δεν
θελήσει...Εε, τότε αλλάζουν τα πράγματα, κακό του κεφαλιού της...
Με κόπο κατάφερε, να κατέβει τη σκάλα, την άλλη μέρα. Και πρωί -πρωί βρέθηκε έξω από τη φωλιά της Μάρως...Ένιωθε μεγάλη αδυναμία... Είχε να φάει πολλές μέρες και τον πονούσε η κοιλιά του... Δεν τη βρήκε μέσα και περίμενε απέξω...Η αλεπού, ήταν στην ίδια κατάσταση με το γείτονά της και δεν την κολλούσε ο ύπνος από την πείνα. Νύχτα ακόμα, τράβηξε κατά το χωριό, για να κλέψει κάτι...Στο δρόμο μπαίνοντας αθόρυβα σε μια ρεματιά, βλέπει μπροστά της να κουνιέται ο θάμνος και κάτι να γυαλίζει...Κατάλαβε τι ήταν και ρίχνεται κατά πάνω...Ένας μεγάλος λαγός που έτρεμε ο κακομοίρης, βρέθηκε κρεμασμένος στο στόμα της...Από το χωριό ακούγονταν φωνές και πολλά γαυγίσματα...Να φύγω γρήγορα, σκέφτηκε, πριν αυτά τα ζαβά φάνε το λαγό κι εμένα μαζί...Τρέχοντας από μονοπάτια, που ήξερε καλά και με προφυλάξεις, γρήγορα έφτασε έξω από την τρύπα της. Εδώ τώρα είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω ούτε εγώ, ούτε η τροφή μου. Άνοιξε, το στόμα της και φρααπ έπεσε κάτω, ο λαγός... Φράαστ πετάχτηκε από την κρυψώνα ο λύκος και χράαπ άρπαξε το λαγό... Πήγε παραπέρα και γρυλίζοντας λαίμαργα τον έτρωγε... Η καημένη η αλεπού ούτε που κατάλαβε τι έγινε έτσι ξαφνικά...Άρχισε να φωνάζει το λύκο...Είναι δικός μου ο λαγός κι εγώ με κόπο τον έπιασε...
Εκείνος είχε βάλει το μισοτελειωμένο λαγό
ανάμεσα στα δυο μπροστινά πόδια του, και τη φοβέριζε γρυλίζοντας, δείχνοντας τα
μπροστινά σουβλερά δόντια του... Η
αλεπού, χάλαγε τον κόσμο από τις γκρίνιες
και τις διαμαρτυρίες της... Κάτω στα κοπάδια, τα τσοπανόσκυλα, γαύγιζαν
απειλητικά...Αποτελείωσε ο λύκος το πρωινό του δώρο, έβγαλε τη μακριά γλώσσα
του γλείφτηκε και καθάρισε τη γούνα του, πλησίασε την αλεπού, την άρπαξε από τ
αυτιά και της είπε: Άκου καλά Μάρω, τα πράματα αυτόν τον καιρό είναι δύσκολα
για μένα...Εσύ θα αναλάβεις, να φέρνεις κυνήγια και σε μένα...Αλλιώς θα φύγεις
από δω...Έσφιξε δυνατά τ αυτιά της,
τη σήκωσε ψηλά και την άφησε καταγής... Ωωχ ούρλιαξε, από τον πόνο η αλεπού,
έσκουξε και σύρθηκε προσβλημένη μέσα στη φωλιά της...Δυο μέρες, έμεινε εκεί
μέσα, με τα μάτια κλειστά... Ο
Νικολής, χορτάτος, ανέβηκε τη σκάλα του Κήρυκα, κι ανάμεσα στους θάμνους
ξάπλωσε στη λιακάδα ικανοποιημένος... Ένα κοπάδι κουρούνες επάνω, κακαρίζοντας
κουρρ- κουρρ τράβηξε κάτω για τον πράσινο απλωτό κάμπο... Πολύ φλύαρες, μουρμούρισε,
δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις!
Έτσι περνούσε, ο καιρός και η δύστυχη αλεπού
δεινοπαθούσε, από την κακή συμπεριφορά, του λύκου... Και τι δεν τράβαγε! Η
πυκνή ουρά της είχε μείνει μισή από τα τραβήγματα, τα μουσούδια της πονούσαν
από τις δαγκωνιές του λύκου.. . Τα πόδια πονούσαν από το πολύ περπάτημα...Δεν
άφησε πλάγιά για πλάγια, κοτέτσι για κοτέτσι, μαντρί για μαντρί, που να μην
πάει...Και πόσες φορές την κυνήγησαν τα σκυλιά και τα δαγκώματα τους δεν
μετριούνται... Τα σκάγια των κυνηγών,
ακόμα στο κορμί της τα νιώθει...Ακόμα θυμάται τις φωνές και τις κατάρες των
γυναικών...Άσε ακόμα, που έχει τον πόνο στο πισινό πόδι της από το σκόπι της
γιαγιάς Βαγγελιώς όταν κλείστηκε, στο
κήπο με το κοτέτσι, και την στρίμωξε μέσα... Ευτυχώς, που πέρασε ανάμεσα από τα
πόδια της, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και λάκισε, αλλά το χτύπημα δεν το
γλίτωσε...
Κάνε υπομονή Μάρω,
έλεγε μέσα της... Μπόρα είναι θα περάσει... Και είχε δίκιο. Η κακή εποχή με την
ξηρασία και τον κακό καιρό πέρασε...Ήρθαν πάλι καλές μέρες, με άφθονα κυνήγια
και γλίτωσε η αλεπού μας, από τον σκληρό και ιδιότροπο λύκο. Ξανάρθαν και για
τη Μάρω οι καλές και ήσυχες μέρες... Δεν αναγκάζεται τώρα να κυνηγά, μόνο
ακρίδες, σαύρες και μικρά πουλάκια και να της τα αρπάζει, ο λύκος κι αυτά...
Έτσι οι μήνες περνούσαν, τα χρόνια
κυλούσαν...Ο γυαλιστερός και πλουμιστός Νικολής έγινε, μπάρμπα-Νικολής, η νεαρή
κοκκινωπή Μάρω, έγινε κυρά- Μάρω και όλα λίγο πολύ, άλλαξαν...
Ο μπάρμπα- Νικολής δεν ξανακατέβηκε από τη
σκάλα του Κήρυκα, να πάει στα κατώμερα. Τη λίγη τροφή που, χρειαζόταν τώρα, την
έβρισκε επάνω στις πράσινες πλαγιές και τα ισιώματα του βουνού... Κι αν κάποια
μέρα, δεν μπορούσε να κυνηγήσει από τη ζέστη ή από το κρύο, όλο και κάποια
αποφάγια θα εύρισκε, από τους αετούς και τα ξαδέρφια του τα τσακάλια...
Θα ήταν μέσα του
Μάη και μια μέρα, η Μάρω θυμήθηκε αυτές τις δύσκολες μέρες και τα καμώματα του λύκου...Αα, τώρα
είναι καιρός να πάρω εκδίκηση, σκέφτηκε...Θέλω να φύγει αυτός ο καημός που έχω
μέσα μου, αυτό το μαράζι. Και δεν άργησε να σοφιστεί και να βάλει μπροστά το
σχέδιο...Έτσι ο μπάρμπα- Νικολής θα έπαιρνε το μάθημά του και η ίδια θα το διασκέδαζε,
αλλά να παύσουν να την κοροϊδεύουν οι άλλες αλεπούδες και να γελά από πίσω της,
αυτή η κουτσομπόλα η καρακάξα η
γειτόνισσα απέναντι...
Κατά το απογευματάκι σύρθηκε κρυφά στα
κηπάρια των τελευταίων σπιτιών του χωριού και κρύφτηκε μέσα στα χορτάρια. Κότες
πολλές και κοκόρια έβοσκαν... Ένας ράσος κόκορας καμαρωτός, πλησίασε δίπλα της
κι χράαπ εκείνη τον άρπαξε, χωρίς να πάρουν μυρωδιά ούτε τα πουλερικά, ούτε τα
σκυλιά που κοιμούνταν ξαπλωμένα στην αυλή ούτε
και οι νοικοκυραίοι...Σύρθηκε στη χλόη, προς τα πίσω και χάθηκε μέσα στη
ρεματιά με τον κόκορα στο στόμα...Τον καθάρισε καλά ως το βράδυ, κι
ευχαριστημένη έπεσε για ύπνο νωρίς, γιατί αύριο το πρωί της Κυριακής, είχε πολύ
δουλειά...
Ξύπνησε το πρωί κι
άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο που είχε
στο μυαλό της... Η πρώτη καμπάνα
του κοντινού χωριού, ακούστηκε
γλυκόλαλη. Τώρα είναι ευκαιρία, μονολόγησε, να πάρω τα εργαλεία, που μου
χρειάζονται. Ο παπάς και η παπαδιά στην εκκλησία και τα παιδιά τους φευγάτα...
Τράβηξε κατευθείαν για την αποθήκη του παπά, που ήταν παραέξω από το χωριό. Την
ήξερε καλά, τόχε ξανακάνει...Άνοιξε την ξεκλείδωτη πόρτα, μπήκε μέσα και στα
ευαίσθητα ρουθούνια της ήρθε η μυρωδιά του σανού και των άγριων χόρτων, που
είχε μαζέψει ο παπάς για τα ζωντανά του...Πήρε ότι χρειαζόταν και σε λίγο,
έφτασε στο αλωνάκι που ήταν παρακάτω, από την φωλιά της...Στην αρχή, φαινόταν
σαν να μετρούσε το έδαφος με τα βήματά
της, πηγαινοερχόταν, κοίταζε... Έπειτα άρχισε, το σκάψιμο...Έσκαβε, με το τσαπί
και με το φτυάρι έβγαζε το χώμα, που άρχισε να γίνεται σωρός... έβγαινε από το σκάμμα
κοιτούσε, και ξανά έσκαβε...Μμ, αναφώνησε, σε λίγο τελειώνω...Δεν άργησε
πραγματικά να τελειώσει, το βαθύ και αρκετά μακρύ χαντάκι που έφτιαξε... Πέταξε
κι έκρυψε το σκαμμένο χώμα, παρακάτω στις σφάκες και στα μεγάλα αγριόχορτα...Πήγε
έπειτα παρακάτω κι έκοψε από τα δέντρα κλάρες με πυκνό φύλλωμα και με τέχνη
σκέπασε το σκαμμένο χαντάκι...Έπειτα έβαλε από πάνω του πολλά αγριολούλουδα,
πού ήταν άφθονα αυτή την εποχή, κι όλα εντάξει, είπε. Δεν θα καταλάβει τίποτα ο
μπάρμπα -Νικολής...Έκανε και μια δοκιμή, ωωπ...Για μένα παιχνιδάκι μουρμούρισε
κορδωμένη και κοίταξε κατά πάνω, στον ουρανό το κοπάδι με αγριοπερίστερα που
περνούσαν...Εσείς τσιμουδιά, δεν θα μιλήσετε καθόλου, σε λίγο ετοιμαστείτε να
διασκεδάσετε...Έφυγε για μια στιγμή, άνοιξε την πόρτα της αποθήκης και άφησε
στην ίδια μεριά τα εργαλεία του παπά...Αα,
πρέπει να τάχουμε καλά, με τους γειτόνους και βιαστικά επέστρεψε στη
φωλιά της.
΄Έβαλε τον τέντζερη
με το διαλεχτό κοτόπουλο στη φωτιά κι όλα έτοιμα απ την καλή νοικοκυρούλα...
Ξεκουράστηκε, ξαπλωμένη κάτω στο αλώνι, με το φρεσκοσκαμμένο σκάμμα και
περίμενε, κοιτάζοντας, προς τη σκάλα...
Μοσχομύρισε όλη η
περιοχή από τη σούπα, της αλεπούς
Ήταν η ώρα που ο
Νικολής έβγαινε, στην άκρη της σκάλας και θωρούσε κάτω τις πλαγιές, με τις
ράχες και τα ισιώματα, τις λάκες και τις λαγκαδιές κι ένας αναστεναγμός βαθύς
ανέβηκε στο λαιμό του, τι να πρωτοθυμηθεί...Γύρισε μετά και κοίταξε κατά τη
μεριά του βουνού...Που ένα καιρό, δεν άφηνα κορφή να μην πατήσω, μουρμούρισε...
Ανάθεμά σας γερατειά...
Τον είδε αποκάτω, η Μάρω, γλύκανε λίγο τη χαδιάρικη φωνή της και δυνατά του
φώναξε... Ωωω, μπάρμπα-Νικολή... Ωωω, μπάρμπα-Νικολή...
Τι θέλεις, κυρά-
Μάρωω...
Έλα κάτωω, να
παίξουμεε...
Δε μπορώ, κυρά-
Μάρω, δε μπορώ... με πονάν τα πόδια μου , δε μπορώ...
Ας, σε πονάν,
κατέβα σιγά, σιγά...και θα τα καταφέρεις...Δεν είναι ανάγκη να βιαστείς...Θα
σου κάνει καλό το περπάτημα... Μην επιμένεις, είναι δύσκολη,
η σκάλα για μένα...
Κατέβα, ένα- ένα τα
σκαλοπάτια και πιάσου καλά από τα λιθάρια, δίπλα... Σιγά, σιγά...Θα σε περιμένω
εγώ... Θέλω να σε δω σήμερα, έχω πολύ καιρό να σε ανταμώσω...
Δε μπορώ σου λέω,
δε μπορώ, γέρασα τώρα Μάρω, γέρασα...
Έλα σου λέω , έλα
θάρθω κι εγώ παραπάνω, να σε βοηθήσω...Κατέβα, μαγειρεύω και καλό φαγητό
σήμερα, θα περάσουμε ωραία...Βράζω, φρέσκο κόκορα...
Δικό σου, είναι το
φαγητό, που μυρίζει, μέχρι εδώ πάνω, εσύ το μαγειρεύεις...Αα, γι αυτό μυρίζει
τόσο ωραία!
Δικό μου είναι, εγώ το μαγειρεύω, γι αυτό σου
λέω έλα, κατέβα σιγά-σιγά, θέλω να σε περιποιηθώ, σήμερα...
Ε, αν είναι έτσι, θα
κατέβω σιγά σιγά, να μη σου χαλάσω το χατίρι...
Κατέβηκε ο λύκος,
τη σκάλα, πάει και η αλεπού παραπάνω, φιληθήκανε, χαιρετηθήκανε, χαρήκανε και
κρατώντας η αλεπού το λύκο από το χέρι, πήρανε την κατηφόρα κάτω, για το
αλώνι...
Να περάσουμε, πρώτα
από το σπιτικό σου, να δοκιμάσουμε το φαΐ που μαγειρεύεις...Πώπωω, τι μυρωδιά
είναι αυτή Μάρω μου!
Μη, βιάζεσαι, μπάρμπα-
Νικολή, μη βιάζεσαι, δεν έβρασε ακόμα, κρατήσου να τα πούμε λιγάκι, να παίξουμε
και κάνα παιχνίδι, όπως παλιά , δε θυμάσαι...Και πάντα με κέρδιζες!
Έφτασαν μέχρι κάτω, κουβέντιασαν, όπως παλιά καθισμένοι στα αγριολούλουδα...Και ξαφνικά, πετάγεται όρθια η αλεπού και ορεξάτη, λέει στο λύκο...Έλα να πηδήσουμε, εδώ πάνω από τα λουλούδια, να από εδώ μέχρι εκεί. Έλα σήκω...Κοίτα, εγώ πως θα πηδήσω, κοίτα...
Πήρε φόρα κι μ' ένα σάλτο, πάατ από την μια άκρη του σκεπασμένου με
κλαριά και λουλούδια χαντακιού, βρέθηκε στη άλλη άκρη...Έλα του είπε
παιχνιδιάρικα, σήκω, έλα να δοκιμάσεις και συ έλα...
Δε, μπορώ εγώ,
Μάρω, δε μπορώ...
Μπορείς ,μπορείς, Νικολή, είναι εύκολο για σένα, έλα δοκίμασε...
Έλα μπορείς,
μπορείς του είπε παρακλητικά εκείνη, έλα να σε καμαρώσω, να έτσι...Και με λίγη
φόρα, πάατ ξαναπήδησε απέναντι και πάλι και πάλι...Αλλά ο λύκος, εκεί
ακούνητος...
Μα, αφού σου λέω,
δε μπορώ, δεν έχω δύναμη, όπως παλιά...
Έλα, έλα Νικολή μου
μη μου χαλάς το χατίρι, έλα να σε δω και να πάμε για φαγητό μετά, έλα μας περιμένει, ένας
τέντζερης, γεμάτος σούπα, με ένα ολόκληρο αχνιστό κόκορα... Εε, άμα είναι έτσι, δε θα σου χαλάσω χατίρι,
αλλά μόνο μια φορά και θα πάμε στο σπίτι σου, μετά έτσι;
Ότι θέλεις, εσύ θα
γίνει!
Σηκώνεται, λίγο
μουδιασμένος, ο λύκος, παίρνει φόρα... Παίρνει φόρα, τρέχει, τρέχει και...Μπααπ
μέσα στο χαντάκι, μαζί με τα κλαδιά και τα λουλούδια... Με τη φόρα που είχε,
και με το τίναγμα προς τα πάνω, έπεσε κάτω με το κεφάλι...Ωωχ! τι έπαθα,
τσακίστηκα, ο μαύρος! Ουρλιάζει, σκούζει, διαμαρτύρεται, βρίζει...Και τώρα,
κατάλαβε το τέχνασμα της παμπόνηρης αλεπούς, κατάλαβε το πάθημά του! Χοροπηδούσε και γελούσε
εκείνη από πάνω, τον περιγελούσε, χαχάνιζε, τού βγάζε τη γλώσσα κοροϊδευτικά
Πήγε η αλεπού παρακάτω, πήρε την αγριλίσια
βέργα που είχε κρυμμένη στα χόρτα, στάθηκε πάλι πάνω από το λύκο και με δύναμη
τον κτυπούσε, φρααπ, φρααπ,φρααπ στα πόδια στο κορμί στο κεφάλι, παντού...
Ούρλιαζε, αργουλιόταν, αλλά ποιος να τον
βοηθήσει...Τα σκυλιά του χωριού και τα τσοπανόσκυλα στα κοπάδια άρχισαν να
γαυγίζουν απειλητικά, στο άκουσμα του λύκου...
Είδε η αλεπού, στον πάτο του χαντακιού, το
λύκο ασάλευτο, φοβήθηκε, και από τα γαυγίσματα των σκυλιών, και βιαστικά γύρισε
στη φωλιά της και με όρεξη και ικανοποιημένη για την εκδίκησή της, έφαγε το
μισό κόκορα...
Μετά από αρκετή ώρα, δυο κυνηγοί, που
περνούσαν από εκεί με τα κυνηγόσκυλά τους, άκουσαν τα βογγητά του λύκου, τον
λυπήθηκαν που ήταν σε τέτοια κατάσταση...Μάζεψαν και έδεσαν παραπέρα τα σκυλιά
τους, που ήθελαν να ορμήσουν μέσα στο πληγωμένο και τυραννισμένο λύκο. Τον
τράβηξαν επάνω με προσοχή και με νερό, έπλυναν τις πληγές του και περιποιήθηκαν
όλα τα τραύματα, που είχε... Έκοψαν μετά ένα καλό κομμάτι από το αγριογούρουνο,
που είχαν κυνηγήσει και τον άφησαν, να το φάει με την ησυχία του...
Όταν συνήλθε, ο λύκος και χορτάτος πλέον, πήρε
την ανηφορική πορεία, για τα ψηλά επάνω, για τη φωλιά του... Πονούσε όλο του το
σώμα και αγκομαχώντας και σερνάμενος έφτασε σ ένα ξέφωτο...Στάθηκε, λίγο να
πάρει δυνάμεις και τον έπιασε το παράπονο, για το κατάντημά του...Πως με
ξεγέλασε, η πανούργα, πως δεν την υποψιάστηκα, φάνηκα τόσο κουτός και
απονήρευτος, ποιος εγώ που είμαι άριστος κυνηγός και όλοι με παίνευαν για την
εξυπνάδα μου... Να μην το μάθουν τ αδέρφια μου, συλλογιζόταν στον ανηφορικό
δρόμο. Προσπέρασε τη φωλιά της αλεπούς κι ούτε μια ματιά, δεν έριξε προς τα
εκεί. Πφ, αχάριστη και δόλια δε σεβάστηκε, ούτε την ηλικία μου, γείτονες να σου
πετύχουν... Καταταλαιπωρημένος
και κατάκοπος, έφτασε στη μεγάλη απότομη σκάλα.. Εδώ, αρχίζουν τα δύσκολα,
Νικολή, που ήθελες κυριακάτικα να φας σπιτικό φαγητό...Κάθισε να ξεκουραστεί,
πριν αρχίσει το δύσκολο, ανέβασμα της σκάλας. Γύρισε και κοίταξε κάτω τις
πλαγιές...Πως τόπαθα, αυτό το σημερινό...Είμαι, αδικαιολόγητος μουρμούραγε,
απαρηγόρητος...
Όταν έφτασε μετά από πολύ μεγάλες δυσκολίες
στην κορυφή, είχε σχεδόν σουρουπώσει... Σύρθηκε κατάκοπος στη φωλιά του και για
δυο ημερόνυχτα, δεν βγήκε, ούτε από την τρύπα του... Πρωί - πρωί την τρίτη μέρα
τον ξύπνησε, η άγρια κραυγή του αετού που κυνηγούσε αγριοπερίστερα και στο
άκουσμά της, μερικά κοτσύφια παραπέρα χώθηκαν στους θάμνους, τιτιβίζοντας
φοβισμένα. Σε λίγο, πέρασε κι ένα κοπάδι μελισσουργοί που πετούσαν κατά την
ανατολή, κακαρίζοντας φλύαρα...Ψηλά, στον αέρα μερικά όρνια, έψαχναν
υπομονετικά για τροφή στο έδαφος... Εσείς κι οι άλλοι του βουνού, θα είστε η
συντροφιά μου, από δω και πέρα, αργουλήθηκε... Και το αργουλητό του, αντήχησε,
σ όλα τα φαράγγια και σ όλες τις
ρεματιές, στις ράχες και τις κορφές, στις πλαγιές καις τις λάκες του βουνού, στα ξέφωτα και στα δάση
και αντιβούιξε η φωνή του, μέχρι κάτω στον κάμπο και πέρα στα
ακρογιάλια...
Επειδή, ανήκω στη τελευταία γενιά, όπου εμείς σχεδόν όλοι, έχουμε ακούσει τη φυσική, ανεπιτήδευτη, γνήσια και στην καθημερινή γλώσσα - με χρήση επιφωνημάτων - διήγηση τέτοιων ακυκλοφόρητων και πρωτότυπων παραμυθιών, τοπικών θρύλων και παράξενων μυστηριωδών ιστοριών και ανεξήγητων συμβάντων.
Γι’ αυτό, επικοινωνήστε, μαζί μου στο κιν. 6993746387 και αν δεν τα θυμάστε καλά , δεν πειράζει, εγώ θα τα
μεταπλάσσω και θα τα ντύσω με παραμυθένιο ένδυμα...
Στο καφεδάκι που θα απολαύσουμε,
εσείς θα μου διηγηθείτε, ότι θυμάστε...
Όσο για τα ευεργετικά οφέλη της διήγησης και της ανάγνωσης παραμυθιών, στα παιδιά, για την ψυχική και ηθική τους ανάπτυξη και πόσο εξάπτουν τη φαντασία και ενισχύουν την παιδική τους αντίληψη, πέρα από τη διασκέδαση, υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και ηλεκτρονικές πληροφορίες...και δεν χρειάζεται να προσθέσω εγώ τίποτε.
Λεωνίδας Κακιούζης
Βιογραφικό:Κατάγομαι από τον
Ωρωπό Πρέβεζας. Γεννήθηκα στο Πολύβρυσο, στους πρόποδες του Ζαλόγγου. Ένα από
τα χωριά που μεταφέρθηκαν και ιδρύθηκε ο Ν. Ωρωπός.
Συνταξιούχος
Δάσκαλος. Ο διορισμός μου με βρήκε στη Γερμανία, όπου ανήσυχος νεαρός
αδιόριστος δάσκαλος ταξίδεψα ως απόδημος μετανάστης, με τη γνωστή διακρατική
Σύμβαση της εποχής, για εργασία σε
γερμανικό εργοστάσιο...Στην συνέχεια εργάστηκα ως αναπληρωτής δάσκαλος ,από το γερμανικό κράτος, σε
γερμανικό σχολείο, όπου δίδασκα στις ελληνικές τάξεις...Υπηρέτησα για δυο
χρόνια σε χωριό της επαρχίας και με μετάθεση μετακόμισα στον Πειραιά, όπου
εργάστηκα για πολλά σχολικά έτη...
Αποσπάστηκα με
αίτησή μου από το Υπουργείο Παιδείας, στη Γερμανία, όπου μετακομίσαμε
οικογενειακώς και δίδαξα σε γερμανικό σχολείο στις ελληνικές τάξεις της
περιοχής Στουτγάρδης... Μετά από μια πενταετία επέστρεψα στην Ελλάδα και
εργάστηκα, μετά από μετάθεσή μου για
πολλά έτη σε σχολείο της Ν.
Κηφισιάς...Στο διάστημα αυτό, έγραψα μια σειρά βοηθητικών βιβλίων Μαθηματικών,
για μαθητές του Νηπιαγωγείου και του
Δημοτικού, τα οποία εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν από εκδοτικούς οίκους...
Με μετάθεση μετακομίσαμε
στην Πρέβεζα, όπου υπηρέτησα, σαν Διευθυντής σχολικών μονάδων, μέχρι την
συνταξιοδότησή μου, με 37 έτη υπηρεσίας...
Ως συνταξιούχος
συμμετείχα ενεργά στην επιτροπή ανέγερσης του Ι.Ν. Αγίου Νεκταρίου Πρέβεζας...
Το τελευταίο διάστημα, έχω σαν στόχο τη συγκέντρωση και συγγραφή ακυκλοφόρητων και πρωτότυπων τοπικών παραμυθιών, όπως τα άκουσα και τα θυμάμαι νοσταλγικά από τη διήγηση της μάνας μου, Ευαγγελινής..
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ, τον κύριο Χρήστο Ανεμοζάλη δημοσιογράφο, με το φιλόξενο και εξαιρετικό PrevezaBest, που καθημερινά παρακολουθώ, όπως και τα άλλα site της πόλης μας, που με άκουσε σε τηλεφωνική επικοινωνία μου - χωρίς να γνωριζόμαστε - και πρόθυμα και καλοσυνάτα, δέχτηκε και προσφέρθηκε να ανεβάσουμε δοκιμαστικά, ένα από τα παιδικά παραμύθια μου.
Επίσης
αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστήσω και να τον συγχαρώ για την
πληροφόρηση, την προβολή της πόλης μας και την πλήρη τοπικών συναισθημάτων ανησυχία του για την προκοπή
του Δήμου μας, στη γιαννιώτικη, αγαπημένης από το πολυάριθμο τηλεοπτικό κοινό
της, απογευματινής εκπομπής, της κ. Στασινού
και των Συνεργατών της, του τηλεοπτικού σταθμού ΒΗΜΑTV...
Εκεί τα δυο
αυτά φωτεινά πρόσωπα με λόγο ξεχωριστό, καθαρό κρυστάλλινο, ειλικρινή, με
επαγγελματικό ρεαλισμό και αξιοζήλευτη ηρεμία και ευγλωττία, ενημερώνουν κάθε
Τετάρτη απόγευμα τους ηπειρώτες και όχι
μόνο, για τα συμβαίνοντα στην περιοχή μας...
Προσδοκούν
και εργάζονται με ζήλο και τιμιότητα για την ανάπτυξη σε όλους τους τομείς και
αναβάθμιση των ηπειρώτικων αγιασμένων τόπων...
Προβάλλουν
και καταπιάνονται με αγάπη και ενδιαφέρον, προς τους απλούς και έχοντες ανάγκη,
ταράζουν και ανακατεύουν τα λιμνάζοντα και θολά νερά, με την τρίαινα της
γλώσσας τους και την αγάπη τους, στην αρχόντισσα και περήφανη Ήπειρό μας...
Είμαι
σίγουρος, πως οι δυο αυτοί λαμπροί νέοι, με τη δημοσιογραφική δυναμική που τους
διακρίνει, όχι αργά, θα μας εκπλήξουν
ευχάριστα και θα πρωταγωνιστήσουν και σε άλλα μάχιμα πεδία...
Τους ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου