H παιδεία είναι αποκλειστικά δημόσιο αγαθό για όλα τα παιδιά και όχι εμπόρευμα.
Tην έντονη δυσαρέσκεια της εκπαιδευτικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών, των εκπαιδευτικών, των συλλόγων γονέων, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, μεταφέρει με Ερώτηση του στη Βουλή προς τον Υπουργό Εσωτερικών και τον Υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, ο Βουλευτής Πρέβεζας, Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ προοδευτική Συμμαχία, Κώστας Μπάρκας, για τον ν. 5063/2023 που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης με ΦΕΚ 163/Α/6-10-2023, όπου καταργήθηκαν οι Κοινωφελείς Επιχειρήσεις και Οργανισμοί των Δήμων αλλά και τα Νομικά τους Πρόσωπα, δηλαδή, οι σχολικές επιτροπές.
Στην ερώτηση την οποία υπογράφουν είκοσι (20) βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται:
Μεταξύ των σοβαρότατων συνεπειών της κατάργησης των σχολικών επιτροπών, επισημαίνουν οι βουλευτές, όπως καταγράφονται και καταγγέλλονται από την εκπαιδευτική κοινότητα, είναι η κατακόρυφη αύξηση της γραφειοκρατίας και η μείωση ελέγχου και λογοδοσίας που αποτελούσαν σημαντικό μηχανισμό διαφάνειας, αλλά και η έμμεση ιδιωτικοποίηση σχολικών λειτουργιών που αποτελούν ευθύνη και καθήκον της Πολιτείας, γιατί το νέο πλαίσιο μετά την κατάργηση των σχολικών επιτροπών ενισχύει την ανάγκη αναζήτησης χορηγιών από ιδιωτικούς φορείς, μια τάση που είχε ήδη ενσωματωθεί στην κανονική σχολική λειτουργία με τον νόμο 4692/2020.
Οι σχολικές επιτροπές αποτελούσαν έναν θεσμό, όπου οι πολίτες, μέσω των διευθυντών, συλλόγων γονέων και των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, συμμετείχαν άμεσα στη λήψη αποφάσεων για τις ανάγκες των σχολικών μονάδων και τη διαχείριση των χρημάτων για αυτές.
Με την κατάργησή τους αυτή η συμμετοχή μειώθηκε σημαντικά, αποδυναμώνοντας την αίσθηση της τοπικής ευθύνης και συνεργασίας για τα σχολεία. Επιπλέον, η κατανομή των πόρων γίνεται πιο τυποποιημένα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες κάθε σχολικής μονάδας. Όλα τα σχολεία λαμβάνουν παρόμοια ποσά, ανεξάρτητα από τις ανάγκες τους με βάση τον μαθητικό πληθυσμό και το μέγεθος.
Στην πράξη, ακόμη και οι πιο απλές ανάγκες απαιτούν περίπλοκες και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα τα σχολεία να μην μπορούν να ανταποκριθούν σε επείγοντα προβλήματα έγκαιρα.
Δεύτερον, μείωση ελέγχου και λογοδοσίας. Οι σχολικές επιτροπές αποτελούσαν σημαντικό μηχανισμό διαφάνειας, καθώς η συμμετοχή των διευθυντών και των εκπροσώπων των πολιτών εξασφάλιζε την ορθολογική κατανομή των πόρων. Η απουσία αυτού του άμεσου ελέγχου από την εκπαιδευτική κοινότητα μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή εποπτεία από τους δήμους, οι οποίοι, ακόμη κι αν διαθέτουν την πρόθεση και τη βούληση, συχνά δεν έχουν τα απαιτούμενα μέσα για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε αυτήν την αποστολή.
Τρίτον, έμμεση ιδιωτικοποίηση σχολικών λειτουργιών που αποτελούν ευθύνη και καθήκον της Πολιτείας. Το νέο πλαίσιο μετά την κατάργηση των σχολικών επιτροπών ενισχύει την ανάγκη αναζήτησης χορηγιών από ιδιωτικούς φορείς, μια τάση που είχε ήδη ενσωματωθεί στην κανονική σχολική λειτουργία με τον νόμο 4692/2020.
Αυτό έχει ήδη οδηγήσει σε μια θεσμικά και συνταγματικά απαράδεκτη ανισότητα στην πρόσβαση σε πόρους μεταξύ σχολείων, ανάλογα με τη δυνατότητα κάθε σχολείου να προσελκύει χορηγούς.
Απέναντι σε όλα αυτά που επιβεβαιώνουν καθημερινά τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, η κυβέρνηση επιμένει ιδεοληπτικά ότι η κατάργηση των σχολικών επιτροπών ήταν στην απολύτως σωστή κατεύθυνση. Κατά την πάγια τακτική της, επικαλείται δήθεν διαφθορά και διασπάθιση στις σχολικές επιτροπές. Επικαλείται, επίσης, ότι οι σχολικές επιτροπές δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, εκμεταλλευόμενη σκόπιμα μια κατάσταση οικονομικής ασφυξίας, την οποία έχει προκαλέσει η ίδια η κυβέρνηση λόγω της ανεπαρκούς χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Παράλληλα, δεν προσέφερε την αναγκαία υποστήριξη στους δήμους που ανέλαβαν τις αρμοδιότητες των σχολικών επιτροπών, αφήνοντάς τους χωρίς το απαραίτητο προσωπικό, τους πόρους και τη χρηματοδότηση που απαιτούνται για την αποτελεσματική εκπλήρωση των νέων τους καθηκόντων.
Επειδή, η κατάργηση των σχολικών επιτροπών είναι απολύτως συμβατή με την επιδίωξη της κυβέρνησης να μειώσει τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαχείριση των σχολείων, προωθώντας ταυτόχρονα την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης,
Επειδή, η κατάργηση των σχολικών επιτροπών έχει ήδη οδηγήσει σε σοβαρές δυσλειτουργίες στη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των σχολείων, ενισχύοντας τις ανισότητες και υπονομεύοντας την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης,
Επειδή, η εκπαιδευτική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών, των εκπαιδευτικών, των συλλόγων γονέων, αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκεια τους για αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση και απαιτούν αλλαγές στην εφαρμογή του ν. 5063/2023.
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Πούλου Παναγιού (Γιώτα)
Καλαματιανός Διονύσιος
Ακρίτα Έλενα
Αποστολάκης Ευάγγελος
Αυλωνίτης Αλέξανδρος – Χρήστος
Βέττα Καλλιόπη
Γαβρήλος Γεώργιος
Γιαννούλης Χρήστος
Δούρου Ειρήνη (Ρένα)
Κασιμάτη Ειρήνη (Νίνα)
Μάλαμα Κυριακή
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Νοτοπούλου Αικατερίνη
Παναγιωτόπουλος Ανδρέας
Παπαηλιού Γεώργιος
Σαρακιώτης Ιωάννης
Τσαπανίδου Παρθένα (Πόπη)
Χρηστίδου Ραλλία
Ψυχογιός Γεώργιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου