Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic

Δευτέρα, Οκτωβρίου 21, 2019

Η συμβολή των Πρεβεζάνων στην απελευθέρωση της Πρέβεζας μέσα από τη μαρτυρία των αρχείων



Η απελευθέρωση της Πρέβεζας αποτελεί μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία της πόλης και για αυτό τιμάται δεόντως. Πλήθος αρχειακών πηγών και τεκμηρίων, διάσπαρτων σε διαφορετικούς φορείς, μας παρέχουν την πρώτη ύλη για την ανασύνθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην απελευθέρωση της πόλης.


Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθώ στη συμβολή των Πρεβεζάνων στην απελευθέρωση της Πρέβεζας όπως αυτή καταγράφεται στις αρχειακές πηγές, αφού πρώτα όμως παραθέσω τα είδη των τεκμηρίων που τίθενται στη διάθεσή μας.

Μια πρώτη κατηγορία πηγών αποτελούν οι αναφορές των αξιωματικών που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μάχη της Νικόπολης και οι οποίες βρίσκονται στα στρατιωτικά αρχεία και πιο συγκεκριμένα στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Αναφέρω χαρακτηριστικά την έκθεση του ταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, διοικητή του μικτού αποσπάσματος που είχε ως αποστολή την κατάληψη της Πρέβεζας, και την έκθεση του ταγματάρχη Δημητρίου Δούλη, διοικητή του Τάγματος Πεζικού που αποτελούσε και το κύριο σώμα του μικτού αποσπάσματος Σπηλιάδη.

Η νίκη του ελληνικού στρατού στην Νικόπολη στις 20 Οκτωβρίου ήταν καθοριστική για την απελευθέρωση της πόλης. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, σημαντικό ρόλο στην αναίμακτη παράδοση της πόλης διαδραμάτισαν και οι επιφανείς κάτοικοί της, όπως οι πρόξενοι των ξένων κρατών και οι πρόκριτοι.

Κάποιοι από αυτούς άφησαν γραπτώς τις μαρτυρίες τους, οι οποίες φτάνουν σε μας μέσα από τα ιδιωτικά τους αρχεία, όπως συνέβη στην περίπτωση του προξένου της Ρωσίας Δημητρίου Σκέφερη και του προκρίτου Ιωάννη Μ. Ρέντζου. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μαρτυρίες εντοπίζονται ενσωματωμένες σε άλλου είδους πηγές. Έτσι, η μαρτυρία του προκρίτου Γεωργίου Γερογιάννη επισυνάπτεται στην έκθεση του Σπηλιάδη ενώ οι μαρτυρίες του προκρίτου Παναγιώτη Κοντογιάννη και του Οθωμανού δημάρχου Χαλίλ Εφέντη αποτυπώνονται σε ρεπορτάζ του τύπου της εποχής, ο οποίος αποτελεί μια εξίσου σημαντική πηγή πληροφοριών για τα γεγονότα της απελευθέρωσης. Μια σημαντική συλλογή σχετικών δημοσιευμάτων έχει συγκροτηθεί πλέον στα ΓΑΚ Πρέβεζας.

Δίπλα στις παραπάνω μαρτυρίες πρέπει να προστεθεί και η μαρτυρία του τότε Μητροπολίτη Ιωακείμ η οποία απόκειται στο πλούσιο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Νικόπολεως και Πρεβέζης. Πρόκειται για μία αναλυτική περιγραφή των γεγονότων του 1912 που περιέχεται σε επιστολή προς τον Πατριάρχη γραμμένη στις αρχές Νοεμβρίου. Ο Μητροπολίτης Πρέβεζας δίνει σημαντικές και άγνωστες από αλλού πληροφορίες ενώ περιγράφει με αρκετή σαφήνεια την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη πριν αλλά και μετά τη μάχη, τις πανηγυρικές εκδηλώσεις των κατοίκων κατά την είσοδο του Ελληνικού Στρατού και τέλος την τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο ελληνικός πληθυσμός της υπαίθρου εξαιτίας της υποχώρησης των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων των Οθωμανών.

Μια άλλη κατηγορία πηγών που προέρχονται κυρίως από ιδιωτικά αρχεία και συλλογές αποτελούν οι επιστολές ή τα επιστολικά δελτάρια που στάλθηκαν είτε από πολίτες είτε από στρατιωτικούς μετά την απελευθέρωση και τα οποία μαρτυρούν άμεσα ή έμμεσα το μείζον γεγονός της απελευθέρωσης. Σε αυτές πρέπει να προσθέσουμε και την πληθώρα φωτογραφικού υλικού που τεκμηριώνουν τόσο την εικόνα της πόλης εκείνην την εποχή όσο και μια σειρά δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την απελευθέρωση, όπως για παράδειγμα την άφιξη πολεμικού υλικού στο λιμάνι, τη λειτουργία στρατιωτικού αεροδρομίου και νοσοκομείου και τέλος συσσιτίων για τους πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από τους υποχωρούντες Οθωμανούς. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τον σημαντικό ρόλο του Ιδρύματος «Ακτία Νικόπολις» που συγκέντρωσε τα περισσότερα από αυτά τα τεκμήρια τα οποία αλλιώς δεν θα βρίσκονταν στην Πρέβεζα.

Μία τελευταία κατηγορία αρχείων που βρίσκονται πλέον στα ΓΑΚ Πρέβεζας αποτελούν τα συμβολαιογραφικά αρχεία τα οποία, παρόλο που δεν περιλαμβάνουν άμεσες πληροφορίες για τα γεγονότα του 1912, εντούτοις, μπορούν να διαφωτίσουν κάποια από τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο εκείνη την εποχή.

Η κουραστική ίσως παράθεση όλων αυτών τον αρχείων και των πηγών έγινε για να αντιληφθούμε το πόσο περίπλοκο και απαιτητικό είναι το έργο του Ιστορικού ο οποίος θα πρέπει να συνδυάσει μία πληθώρα πηγών που πολλές φορές παρουσιάζουν την προσωπική οπτική του συντάκτη τους, υπερτονίζοντας ή παραβλέποντας κάποιες πτυχές των γεγονότων. Η κριτική θεώρηση του συνόλου των αρχειακών μαρτυριών είναι απαραίτητη προκειμένου να ανασυσταθεί η εικόνα για τα γεγονότα εκείνων των δύο κρίσιμων ημερών που οδήγησαν στην απελευθέρωση της πόλης και στην ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.

Ωστόσο, όσο δύσκολο και απαιτητικό και αν είναι αυτό το έργο, στο τέλος αποζημιώνει τον Ιστορικό καθώς μπορεί να δει την μεγάλη εικόνα συνδυάζοντας όλον αυτό τον πλούτο των τεκμηρίων αναδεικνύοντας νέες πληροφορίες ή αποκαθιστώντας κάποιες φορές και την ιστορική αλήθεια, καταρρίπτοντας μύθους που έχουν περάσει στην προγενέστερη βιβλιογραφία.

Από έναν τέτοιο μύθο θα ξεκινήσει η σημερινή εξιστόρηση. Όπως θα αναφερθεί εκτενέστερα στη συνέχεια, μετά τη μάχη έγιναν διάφορες προσπάθειες για να πειστεί ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης να παραδώσει την Πρέβεζα. Στη διαδικασία αυτή σημαντική συμβολή είχε και ο τότε δήμαρχος της πόλης, ο μουσουλμάνος Χαλίλ Εφέντης. Για το πρόσωπό του, ο ιστοριοδίφης Οδυσσέας Μπέτσος διηγείται την εξής ιστορία. Τη δεκαετία του 1970 ήρθε στην Πρέβεζα ένας από τους γιους του Χαλίλ και συναντήθηκε με παιδικούς του φίλους λέγοντάς τους ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε το 1923 από τον Κεμάλ λόγω ακριβώς του ρόλου που διαδραμάτισε στην παράδοση της Πρέβεζας. 

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όπως αποδεικνύεται από το συμβολαιογραφικό αρχείο των ΓΑΚ Πρέβεζας, ο Χαλίλ δεν πρόλαβε να εκτελεστεί το 1923 γιατί πολύ απλά είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του 1917! Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει ότι η ιστορία που διηγήθηκε ο γιος του ήταν πλαστή και ενδεχομένως εντασσόταν σε μια προσπάθεια του να ηρωοποιήσει τον πατέρα του στα μάτια των Ελλήνων παλιών παιδικών του φίλων. Η ιστορία αυτή όμως δεν έμεινε στον στενό κύκλο των Πρεβεζάνων που την άκουσαν αλλά διαδόθηκε στην πόλη και εν τέλει πέρασε και στην επίσημη βιβλιογραφία.

Και μόνο αυτό το παράδειγμα αρκεί να μας δείξει τη σημασία που έχουν τα αρχειακά τεκμήρια και την αποδεικτική τους αξία. Πάντως, ως προς το ζήτημα της συμβολής του Χάλιλ στην απελευθέρωση, τα όσα ανέφερα δεν μειώνουν τη συμμετοχή του, ωστόσο την αποκαθιστούν στη πραγματική της διάσταση και κυρίως καταρρίπτουν την υποτιθέμενη μαρτυρική τύχη του.

Βέβαια, παραμένει αξιοπερίεργη η στάση του να πιέσει τον Στρατιωτικό Διοικητή υπέρ της παράδοσης της πόλης. Θα επιχειρήσω μια ερμηνεία για αυτήν τη στάση, αφού πρώτα όμως αναφερθώ στα γεγονότα πριν την απελευθέρωση, δίνοντας έμφαση στο κλίμα που επικρατούσε στην πόλη και στη συμβολή των κατοίκων της στην απελευθέρωση.

Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη πριν την κήρυξη του πολέμου υπήρχε ένα έντονο κλίμα καχυποψίας των οθωμανικών αρχών κατά του χριστιανικού πληθυσμού και για αυτό λήφθηκαν συγκεκριμένα μέτρα: μεταφέρθηκαν στην πόλη 400 ένοπλοι μουσουλμάνοι από την Παραμυθιά και το Μαργαρίτι και εξοπλίστηκαν οι Οθωμανοί κάτοικοι της πόλης που μπορούσαν να φέρουν όπλα με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί σώμα 1500 ατόμων. Ο αριθμός αυτός πρέπει να αντιπαραβληθεί με την μαρτυρία του λογίου Ηλία Βασιλά που έγραψε ότι το Ηπειρωτικό Κομιτάτο είχε διανείμει 300 όπλα στους Έλληνες της πόλης, αριθμός 5 φορές μικρότερος από τους ένοπλους Οθωμανούς.

Σύντομα κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος στην πόλη και στην ύπαιθρο και εφαρμόστηκε αυστηρή αστυνόμευση, απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου για τους χριστιανούς και έλεγχος στα σπίτια τους. Επιπλέον, επιτηρείτο το μητροπολιτικό μέγαρο καθώς θεωρείτο αποθήκη όπλων και έδρα των συνωμοτικών ενεργειών των Ελλήνων. Ακολούθησαν συλλήψεις και φυλακίσεις προκρίτων και εξαναγκασμός χριστιανών να αναλαμβάνουν την ευθύνη της προστασίας της τηλεγραφικής σύνδεσης της πόλης. Το έσχατο μέτρο των Οθωμανών που δείχνει το κλίμα των ημερών ήταν η απόφαση των αρχών να στρέψουν τα πυροβόλα των φρουρίων εναντίον της πόλης, απειλώντας να την βομβαρδίσουν. Όλα τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι οι Οθωμανοί ήταν όχι μόνο αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την πόλη αλλά δεν θα δίσταζαν να στραφούν και εναντίον της.

Η απόφαση αυτή φαίνεται και από τις πρώτες σκέψεις του Οθωμανού στρατιωτικού διοικητή αμέσως μετά την ήττα του στρατού του στην Νικόπολη να οργανώσει νέα γραμμή άμυνας στην ντάπια. Για το λόγο αυτό διατάχθηκε η εκκένωση των παρατάφριων οικιών από τους εκεί κατοίκους από τους οποίους οι Οθωμανοί κατέφυγαν μέσα στο κάστρο. Η είδηση αυτή ασφαλώς ανησύχησε τους κατοίκους καθώς το ενδεχόμενο πολεμικών συγκρούσεων στην τάφρο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την πόλη.

Από τη στιγμή αυτή λοιπόν ξεκινά ένας μαραθώνιος ζυμώσεων προκειμένου να εξευρεθεί μια διέξοδος. Έτσι ο μητροπολίτης και οι Έλληνες πρόκριτοι επιχειρούν να αναμείξουν τον διεθνή παράγοντα τον οποίο συμβολικά αλλά και νομικά εκπροσωπούσαν οι πρόξενοι. Σημειωτέον ότι τότε οι πρόξενοι της Ρωσίας και της Αγγλίας ήταν δύο επιφανείς Πρεβεζάνοι, ο Δημήτριος Σκέφερης και ο Καίσαρας Κονεμένος αντίστοιχα, οι οποίοι από την πλευρά τους είχαν άμεσο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις, οπότε και οι ίδιοι είχαν αναλάβει ήδη πρωτοβουλίες, ανεξαρτήτως των αιτημάτων των συμπολιτών τους.

Οι δύο Πρεβεζάνοι πρόξενοι πρότειναν στον αυστριακό πρόξενο Julius Meichsner να αναλάβουν κοινή δράση για να μεταπείσουν τον διοικητή του στρατού. Η απάντηση του προξένου της Αυστρίας ήταν αρνητική καθώς δήλωσε ότι δεν θεωρεί ότι η Τουρκική Φρουρά ηττήθηκε αλλά ότι απλώς υποχώρησε, ότι θεωρεί επιβεβλημένη την άμυνα εντός της πόλης και ότι οι πρόξενοι δεν είχαν δικαίωμα να αναμιχθούν στις στρατιωτικές υποθέσεις.

Αποχωρώντας οι δύο Πρεβεζάνοι πρόξενοι, συνάντησαν τον Οθωμανό πολιτικό διοικητή, τον Δήμαρχο και άλλους Οθωμανούς πολίτες. Τότε ο Σκέφερης εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στο σχέδιο του στρατιωτικού διοικητή για συνέχιση της άμυνας. Μάλιστα, παρουσίασε την άποψη αυτή ως κοινή θέση των προξένων. Ασφαλώς η δήλωση αυτή, η οποία δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα δεδομένης της στάσης του Meichsner, αποκτούσε βαρύτητα και γινόταν περισσότερο πιστευτή καθώς διατυπωνόταν παρουσία του προξένου της Αγγλίας.

Αργότερα, οι ρίψεις βολών πυροβολικού εναντίον της πόλης από τον ελληνικό στρατό, είχαν ως αποτέλεσμα να επιταθεί ο φόβος των Οθωμανών κατοίκων. Έτσι, επιτροπή Οθωμανών, ανάμεσα στους οποίους διάφοροι αξιωματούχοι και κυρίως ο δήμαρχος ζήτησαν επίμονα την επέμβαση των προξένων, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι ο διοικητής του στρατού έκλινε πλέον υπέρ της λύσης της παράδοσης, αν κάτι τέτοιο του διατυπωνόταν εγγράφως από τους προξένους. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε τη σημασία της πληροφορίας αυτής που υποδεικνύει ότι πράγματι ο στρατιωτικός διοικητής είχε αρχίσει να εξετάζει το ενδεχόμενο της παράδοσης και για αυτό επιζητούσε κάποιο τρόπο εύσχημης μεθόδευσής της.

Μετά την ενημέρωση των προξένων, ακολούθησε επανάληψη του σκηνικού της πρώτης σύσκεψής τους. Σκέφερης και Κονεμένος μετέβησαν στο αυστριακό προξενείο όπου ο Meichsner συνέχιζε να τηρεί αρνητική στάση για κοινό διάβημα. Τελικά, υποχώρησε μόνο όταν έγινε δεκτό το αίτημά του να συντάξει ο ίδιος το έγγραφο το οποίο θα απευθυνόταν προς τον πολιτικό διοικητή. Ο πολιτικός διοικητής διαβίβασε στον διοικητή του Στρατού το κοινό προξενικό διάβημα και αυτός το έθεσε υπόψη του στρατιωτικού συμβουλίου.

Αργά το βράδυ συγκάλεσε σύσκεψη στο Λιμεναρχείο, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Δημαρχείου. Στην σύσκεψη προσκλήθηκαν πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι και πρόκριτοι των θρησκευτικών κοινοτήτων, χριστιανών, μουσουλμάνων και εβραίων. Αστυνομικοί επισκέφτηκαν τις οικίες των προκρίτων καλώντας τους στην σύσκεψη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες των προκρίτων Ρέντζου και Κοντογιάννη που περιγράφουν τη νυκτερινή επίσκεψη Οθωμανών αξιωματούχων, τους αρχικούς ενδοιασμούς τους να εξέλθουν από τις οικίες τους και τη μετάβασή τους συνοδεία αστυνομικής δύναμης στον τόπο συνάντησης. Η περιγραφή τους είναι ενδεικτική ενός κλίματος αγωνίας και ανασφάλειας καθώς μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι τα παραπάνω πρόσωπα ήταν ιδιαίτερα καχύποπτα ως προς την ειλικρίνεια και τις πραγματικές διαθέσεις των αξιωματούχων που τους καλούσαν, συνοδεία μάλιστα και αστυνομικής δύναμης, να βγουν από τις οικίες τους.

Στη σύσκεψη ο στρατιωτικός διοικητής αναφέρθηκε αρχικά στην μάχη της Νικόπολης και μετά γνωστοποίησε την παρέμβαση των προξένων σχετικά με το μάταιο της άμυνας, κάτι το οποίο βέβαια αντίβαινε το στρατιωτικό του καθήκον και την απόφασή του να το εκτελέσει μέχρι εξάντλησης των τελευταίων ανθρώπινων και υλικών δυνάμεων που διέθετε.

Είναι προφανές όμως ότι η δήλωση αυτή ήταν προσχηματική στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας διεξόδου. Αυτήν του την έδωσε η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από την ελληνική πλευρά που έθεσε το ζήτημα στην πραγματική του βάση, που δεν ήταν άλλη από την ευθύνη των παρισταμένων απέναντι στην οθωμανική κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον οι παριστάμενοι, τόσο οι αξιωματούχοι όσο και οι πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ήταν υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθίσταντο υπόλογοι ή ακόμα και ένοχοι προδοσίας έναντι της κυβέρνησης τους, αν υποστήριζαν την παράδοση της πόλης σε δυνάμεις του εχθρού. Το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης θα ήταν δυσβάστακτο για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους. Για τον λόγο αυτό η συνέλευση δήλωσε ότι οι πολίτες ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν οι ίδιοι αυτήν την ευθύνη, υπογράφοντας σχετικό έγγραφο.

Η άποψη αυτή έγινε αποδεκτή από τη συνέλευση και έτσι συντάχθηκε έγγραφο στα τουρκικά και υπογράφτηκε από τους παριστάμενους πολίτες. Στο έγγραφο οι πολίτες αφού διαβεβαιώνουν ότι ο στρατός έπραξε το καθήκον του, ζητούν να μη συνεχιστεί η άμυνα αλλά να παραδοθεί η πόλη ώστε να μην καταστραφεί και να μην υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες.

Μετά την υπογραφή του εγγράφου και την υποβολή του στον στρατιωτικό διοικητή, αποχώρησαν οι παριστάμενοι για το Δημαρχείο, εκτός των στρατιωτικών οι οποίοι συνεδρίασαν εκ νέου για να λάβουν τις τελικές τους αποφάσεις. Αργότερα κλήθηκαν να επιστρέψουν στο Λιμεναρχείο ο μητροπολίτης, ο Δήμαρχος, και δύο Έλληνες πρόκριτοι, στους οποίους ανακοινώθηκε η απόφαση των στρατιωτικών να παραδώσουν την πόλη με συγκεκριμένους όρους τους οποίους θα έπρεπε να εγγυηθούν οι πρόξενοι. Παράλληλα ζητήθηκε η μεσολάβηση των τεσσάρων προαναφερθέντων προσώπων προς τους προξένους. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνονται οι ενέργειες των διοικητικών και κοινοτικών φορέων της πόλης για να αποφευχθεί η συνέχιση του πολέμου και να εξασφαλιστεί η αναίμακτη παράδοση της πόλης.

Την σκυτάλη πήραν πλέον οι πρόξενοι οι οποίοι αργά το βράδυ μετέβησαν στο ελληνικό στρατόπεδο μεταφέροντας τους όρους της παράδοσης. Οι όροι ήταν οι ακόλουθοι. Η παράδοση να πραγματοποιηθεί την 11η πρωινή και να εισέλθει στην πόλη μόνο ο τακτικός στρατός και όχι τα εθελοντικά σώματα Κρητών και Ηπειρωτών. Να επιτραπεί στους αιχμαλώτους αξιωματικούς να φέρουν τα ξίφη τους και να επιβιβαστούν με αυτά στα πλοία. Να προστατευθεί η τιμή, η ζωή και η περιουσία όλων των κατοίκων ανεξάρτητα από το θρήσκευμα τους. Ο Σπηλιάδης δέχτηκε με κάποιες τροποποιήσεις ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες της εισόδου του στρατού στην πόλη, συμπεριλαμβανομένων και των εθελοντών. Η πανηγυρική είσοδος του ελληνικού στρατού στην πόλη πραγματοποιήθηκε την επομένη, 21η Οκτωβρίου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι καταρχάς καθοριστικός ήταν ο ρόλος των προξένων, κυρίως των δύο Πρεβεζάνων, πρώτα του Σκέφερη και έπειτα του Κονεμένου. Ο Αυστριακός πρόξενος συντάχθηκε με τους άλλους δύο συναδέλφους του μόνο όταν διαπίστωσε ότι η άλωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό θα ήταν αναπόφευκτη. Η εχθρική στάση που επέδειξε σε όλες τις φάσεις των διαπραγματεύσεων, σχετίζεται ασφαλώς με την εξωτερική πολιτική της χώρας του, η οποία προωθούσε στην περιοχή της Ηπείρου τα σχέδια του αλβανικού εθνικισμού. Τα σχέδια αυτά έρχονταν σε αντίθεση με τις ελληνικές προσδοκίες, το πρώτο βήμα για τις οποίες σηματοδοτούσε η επιτυχία του ελληνικού στρατού στην Πρέβεζα.

Πέρα από τους προξένους, σημαντική ήταν και η συμβολή των προσώπων που παρίσταντο στη σύσκεψη, επιδεικνύοντας άλλοι εντονότερη και άλλοι δευτερεύουσα συμμετοχή. Ωστόσο, κατά την ερμηνεία μας, δεν πρέπει να εξετάσουμε τη συμμετοχή καθενός ως μονάδας, αλλά ως μέλους ενός συνόλου, ενός αντιπροσωπευτικού σώματος της πόλης, γιατί σε αυτό το πλαίσιο παρίσταντο στη σύσκεψη και ως ενιαίο σύνολο έδωσαν στον στρατιωτικό διοικητή τη διέξοδο που επιζητούσε. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί κάτοικοι της πόλης, τόσο με τις πιέσεις τους προς τους στρατιωτικούς όσο και με τη συμμετοχή τους στη νυχτερινή σύσκεψη.

Ασφαλώς και μας προξενεί εντύπωση η στάση των Οθωμανών. Πρέπει όμως να την δούμε στο πλαίσιο των ευρύτερων γεγονότων. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η παράδοση της πόλης δεν έγινε άνευ όρων όπως στα Γιάννενα αλλά με τους συγκεκριμένους όρους που προαναφέρθηκαν και οι οποίοι διασφάλιζαν την τιμή των αιχμαλώτων αξιωματικών αλλά και την προστασία όλων των κατοίκων, ουσιαστικά όμως των μουσουλμάνων, της ζωής και κυρίως της περιουσίας τους. Ειδικά για τον Χαλίλ εφέντη πρέπει να σημειώσουμε ότι διέθετε τεράστια κτηματική περιουσία. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη όταν αναζητούμε τα κίνητρα της στάσης τόσο του στρατιωτικού διοικητή όσο και των υψηλόβαθμων Οθωμανών αξιωματούχων όπως του Δημάρχου οι οποίοι πίεσαν προς την κατεύθυνση της παράδοσης της πόλης. Η παράδοση αυτή ήταν ένα προϊόν πολιτικού συμβιβασμού θα λέγαμε, η βέλτιστη διέξοδος από την δύσκολη θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι Οθωμανοί οι οποίοι όπως είπα και στην αρχή, δεν είχαν καμιά διάθεση να πέσουν αμαχητί πριν την έναρξη του πολέμου, ωστόσο, οι εξελίξεις τους άλλαξαν τα σχέδια.

Τέλος, πρέπει να θυμίσουμε ότι στη σύσκεψη συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων, ακόμα και οι εβραίοι. Με άλλα λόγια, οι κάτοικοι της πόλης στο σύνολο τους ζήτησαν την παράδοσή της στον ελληνικό στρατό, εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό, πριν καν την είσοδό του στην πόλη, την έναρξη μιας νέας εποχής για την πόλη τους, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατεξοχήν πολιτική, όχι μόνο με την έννοια της πολιτικής τέχνης, αλλά και υπό το πρίσμα της λειτουργίας των θεσμών της πόλης.

Κλείνοντας, θεωρώ ότι τόσο τα επίσημα αρχειακά έγγραφα όσο και η πληθώρα και τα διαφόρων ειδών ιδιωτικού χαρακτήρα τεκμήρια (ημερολόγια, επιστολές, φωτογραφίες) δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο την σημασία της μαρτυρίας των αρχείων και των τεκμηρίων τους για την ιστορία της πόλης. Χρέος μας λοιπόν είναι να αναδείξουμε τα αρχεία αυτά, συμβάλλοντας στην τεκμηρίωση της ιστορίας της Πρέβεζας.

Σπύρος Σκλαβενίτης
Δρ. Ιστορίας
Προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου