Μεταδιδακτορικός
Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Βιώνουμε
μια εποχή στην οποία έχουμε ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, να αντιπαραθέσουμε
στον σχετικισμό και στην αναίρεση των πάντων σαφή και ακλόνητα ιστορικά
περιγράμματα, που καταμαρτυρούν δύναμη ψυχής, ηθικό ανάστημα, αξιοπρέπεια,
απόπειρα περιχαράκωσης της θέσης που αρμόζει στον καθένα ως ατομικό ή συλλογικό
υποκείμενο τόσο στη ζωή όσο και ως υστεροφημία. Η έκφανση της συλλογικότητας,
άλλωστε, ως πολιτισμική συνεκτική δύναμη που συναρθρώνει στο διάβα του χρόνου
τις ιστορικές συνιστώσες ενός λαού καθιστώντας το έθνος με προγραμματικό
χαρακτήρα νεοελληνικής συνείδησης, από την εποχή του έπους του Διγενή Ακρίτα,
ήτοι πολύ πριν από την Άλωση του 1453, καταδεικνύει τον οξυδερκή αισθητήρα του
στην πρόσληψη του καινούργιου και στην ανασύνθεση του καταγεγραμμένου ως
διαχρονικά σταθερού στο δομικό του άξονα. Αναφέρομαι στην προοπτική της
αδιαίρετης συνέχειας από την κλασική αρχαιότητα στη βυζαντινή εποχή και στην
άρτια μετάβασή της στον νεοελληνισμό χωρίς αναχώματα, ως ένα στιβαρό τρίπτυχο,
όπως αυτό αποτυπώθηκε ιστορικά από τον Κων/νο Παπαρρηγόπουλο.
Σε
αυτή την προοπτική, εντάσσεται και το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός προκειμένου
να του αποδώσουμε για μια ακόμη φορά τη θέση που του αξίζει στην αιωνιότητα.
Πρόκειται για τον περίφημο «Χορό του
Ζαλόγγου» που επέλεξαν- ως συνάντηση με το ίδιο τους το ιστορικό πεπρωμένο-
γυναίκες Σουλιώτισσες, οι οποίες κυνηγημένες από τον Αλή Πασά το Δεκέμβριο του
1803, προτίμησαν να πέσουν στο γκρεμό και να βρουν τραγικό θάνατο μαζί με τα
παιδιά τους.
Εδώ
μιλάμε για τις γυναίκες ως ενεργό γενικευτικό υποκείμενο που μοιράζεται μία
ενιαία επιτελεστική ταυτότητα ορίζοντας την έννοια της τιμής με τα
εσωτερικευμένα ηθικά κριτήρια του τραγικού ήρωα του Σοφοκλή του 5ου
αιώνα πΧ. Η συγκεκριμένη ηρωική στάση
που τήρησαν, μπροστά σε τόσο άκαμπτες ιστορικές περιστάσεις, εντάσσεται στην
παράδοση των Σουλιωτών που καταμαρτυρεί απερίφραστα την ιδιαίτερη «ιδιοπροσωπία» τους.[1]
Οι
Σουλιώτες ανέκαθεν διέθεταν εθνική συνείδηση που κατά την προεπαναστατική
περίοδο συνέπιπτε με τη θρησκευτική
ευλάβεια ενός γένους που τηρεί πιστά τις παραδόσεις, καθώς και τα ήθη
και έθιμα της ρωμιοσύνης.[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Σουλιώτες βρίσκονται σε μια σχέση μόνιμης αντιπαράθεσης
και σύγκρουσης με τους σχετικούς φορείς της Οθωμανικής εξουσίας που τους πλαισιώνουν
και επιχειρούν κατά καιρούς να τους αφανίσουν. Δεν είναι τυχαίο που ο Αλή Πασάς
προέβη και πριν την οριστική πτώση του Σουλίου σε σημαντικές εξορμήσεις
εναντίον του και πρωτύτερα, όπως συνέβη χαρακτηριστικά το 1789, το 1792 και το
1800, πάντοτε υπό την αιγίδα και τις εντολές της Υψηλής Πύλης.[3]
Οι
Σουλιώτες, εξάλλου, συνιστούσαν ανέκαθεν μια κοινότητα αμιγώς πολεμική και σε
αυτή τη βάση πρέπει να αποτιμηθεί η ενεργή συνεισφορά τους στο ελληνικό γένος
σε μια νευραλγική περίοδο εκείνου μετάπλασής του σε έθνος με μια καθολική και
ενιαία ταυτότητα και εθνική συνείδηση, η οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται
από το 1770 – με τα Ορλωφικά- στοχεύοντας στη συγκρότηση «μιας συμπαγούς εθνικής ταυτότητας
κρατικού χαρακτήρα» που «αναχωνεύει σε ένα ενιαίο σύνολο τα διάσπαρτα στοιχεία
της “γενειακής” ταυτότητας: Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, νεωτερικότητα, σύγχρονη
Ελλάδα»,[4]
όπως επισημαίνεται ορθά από τον Καραμπελιά.
Πρόκειται
για έναν περίπου αιώνα- με κορύφωση την επανάσταση του 21- κατά τον οποίο οι
Σουλιώτες διακρίθηκαν για τη γενναιότητά τους, το υψηλό τους φρόνημα, το ηρωικό
τους μεγαλείο και κυρίως από τη σθεναρή βούληση να εμπεδώσουν τις ραγδαίες
εξελίξεις του ελληνισμού κατά την μετατροπή της ιδιοσυστασίας του σε έθνος με
την άρρηκτα συνδεδεμένη πεποίθηση της διεκδίκησης της πολιτικής του
χειραφέτησης.
Σε αυτή την πορεία καθίσταται εμφανές ότι από
το 1800 και εφεξής ο κλοιός για τους Σουλιώτες γίνεται ασφυκτικός. Η πολιορκία
του Σουλίου συνεχίζεται ασταμάτητα για τέσσερα χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα
οι Σουλιώτες κάνουν βραδινές εξόδους, μαζεύοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια. Το
Σεπτέμβριο του 1803 οι Τούρκοι θα μπουν στο Σούλι με προδοσία. Μέχρι την 11η
Δεκεμβρίου δεν θα σταματήσουν οι συγκρούσεις, οι οποίες προξενούσαν σημαντικές
απώλειες στους Τούρκους. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1803 κάτω από την ασφυκτική
πίεση του Βελή Πασά στα στενά του Ζαλόγγου σημειώθηκε το ακόλουθο τραγικό και
συνάμα ηρωικό γεγονός:
Προκειμένου
να αποφύγουν την ατίμωση του εχθρού έπεσαν από τους βράχους του Ζαλόγγου εξήντα
γυναίκες, αφού πρώτα έριξαν στο γκρεμό τα ίδια τους τα παιδιά.[5]
Για το συγκεκριμένο συμβάν ο Περραιβός εξιστορεί χαρακτηριστικά: «Αι γυναίκες
δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην την κινδυνώδη περίστασιν,
εσυνάχθησαν έως εξήκοντα επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν.[….] ΄Οθεν αρπάξαντες με
τας ίδιας τας χείρας τα άκακα και τρυφερά αυτών βρέφη, τα έρριπταν κάτω από τον
κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας μία με την άλλη τα χέρια τους, άρχισαν και
εχόρευαν. Χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον
κρημνόν».[6]
Επίσης,
ο Φρανσουά Πουκεβίλ, στον 5ο τόμο του Ταξιδιού στην Ελλάδα που
κυκλοφόρησε το 1821 στο Παρίσι αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ηρωικό θάρρος εξήντα
γυναικών που κινδύνευαν να παραδοθούν στην σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα
παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες. Έπειτα, ψάλλοντας τον
επιθανάτιο ύμνο τους και κρατώντας η μία το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος
της αβύσσου, όπου τα κομματισμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφησαν ορισμένες
να συναντήσουν τον θάνατο όπως θα το εύχονταν».[7]
Τέλος και ο Ιωάννης Λαμπρίδης για το συγκεκριμένο γεγονός θα αναφέρει
χαρακτηριστικά: « Εκ δε των άλλων 56 μεν γυναίκες […] ων τα ονόματα η παράδοσις
δυστυχώς δεν διέσωσεν, εν χοροίς και άσμασι τη 11 π.μ. κατεκρημνίσθησαν. Πολλαί
δ’ εκ των αθανάτων τούτων γυναικών μητέρες ούσαι, πριν η το ολέθριον τούτο
πήδημα πηδήσωσιν, εκσφενδόνισαν πρώτα τα τέκνα των».[8]
Πρόκειται
για ένα γεγονός για το οποίο κατά καιρούς μέχρι πρόσφατα έχουν κυκλοφορήσει
πολλές φήμες, διαφορετικές εκδοχές και παραλλαγές που ενίοτε ανάγουν το
συγκεκριμένο τραγικό συμβάν στη σφαίρα ενός μύθου που ως στόχο είχε την
τροφοδότηση μιας σύγκορμης εθνικής συνείδησης. Σε αυτό το σημείο αξίζει να
επισημανθεί ότι ο χορός ενέχει σημασιολογικά τη λειτουργία μιας συλλογικής
έκφρασης και στάσης ζωής. Συνιστά, δηλαδή, την κοινή φωνή ανθρώπων που
επιλέγουν να ακολουθήσουν μια κοινή πορεία κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις-
στην προκειμένη περίπτωση τραγικές. Υποστηρίζεται χαρακτηριστικά ότι: «Μια
πράξη υπέρτατης απελπισίας και θάρρους, όταν μάλιστα εκτελείται σε συλλογικό
πλαίσιο, απαιτεί- για να μπορέσει να διεξαχθεί- και τα «επιθανάτια άσματα»,
ίσως και μοιρολόγια, και το αγκάλιασμα εν είδει χορού».[9]
Σε
επίρρωση της παραπάνω θέσης παρατίθεται και η ακόλουθη άποψη του ιστορικού
Απόστολου Βακαλόπουλου: «Νομίζω ότι ο χορός είναι πραγματικότητα και πρέπει να
έγινε από εκείνες τις Σουλιώτισσες, που από την απελπισία τους είχαν μεταρσιωθή
σε ένα είδος υπεράνθρωπης εξάρσεως και αυτοθυσίας….».[10]
Για το αναντίρρητο και το αναμφισβήτητο της ιστορικότητας του συγκεκριμένου
τραγικού γεγονότος μπορεί κανείς να στηριχτεί στα ακριβή και επαρκή ιστορικά
στοιχεία και στις μαρτυρίες που μας παρέχουν ο Περραιβός, ο Αραβαντινός, ο
Παπακώστας, ο Λαμπρίδης και ο Μπενέκος.[11]
Ο
χορός του Ζαλόγγου συνιστά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, που αποτελεί συνάμα
δείκτη της μετέπειτα πορείας του ελληνικού έθνους ως ενός συμπαγούς σώματος που
μπορεί να αφομοιώνει ετερόκλητα στοιχεία σε μια συνειδησιακή διαχρονία δίχως
ποτέ να ενυπάρχει ο κίνδυνος του να αλλοιώσει την ταυτότητά του. Αυτός ο πόθος εξακτινώνεται και μετοχετεύεται
από γενιά σε γενιά μέσα από την οριοθετημένη νεοελληνική συνείδηση ως συνώνυμο
της αφύπνισης του πνεύματος.
Σε
αυτή τη βάση η αποδόμηση σε θεωρητικό επίπεδο προσκτά υπόσταση μονάχα όταν
συνοδεύεται από μια συνακόλουθη τάση αναδόμησης της οποίας η στοχοθεσία θα
πρέπει να είναι η περισσότερο μικροσκοπική ανίχνευση ενός γεγονότος και όχι η
οριστική του ματαίωση. Ο ιστορικός χρόνος στοιχειοθετεί ένα κλειστό κύκλωμα που
αναβιώνει εκάστοτε υπό την εκδοχή του συντελεσμένου. Σε αυτή την απαράβατη και
αναντίλεκτη χορεία εντάσσεται και το εν λόγω ιστορικό γεγονός που υπόκειται στη
νομοτέλεια ενός μηχανισμού σε οριακές συνθήκες λειτουργίας.
Το
υπαρκτό πιστοποιείται στην τάση μετατόπισης στο ανύπαρκτο όταν η ανθρώπινη
υπόσταση απειλείται με αφανισμό. Ο χορός του Ζαλόγγου συνιστά ένα απαράμιλλο
γεγονός ψυχικής ικμάδας που η συμπαντικότητά του ενέχεται στην προσφυγή
θανάτου, ως μια συνειδητή κίνηση στην τραγικότητα του να διατηρηθεί αλώβητη στο
συμπαντικό άπειρο η κάθε βιωμένη στιγμή αυτών των γυναικών λίγο πριν το σημείο
μηδέν της ύπαρξης.
Το
γκελ με την άβυσσο στο μετεωρισμό στο κενό καθίσταται ταυτόσημο με την
υπαρξιακή βυθοσκόπηση ανθρώπου που επιλέγει να πεθάνει με τιμή, αντιστικτικά
στην όποια δυσοίωνη εμβολή πνευματικής ναρκοθέτησης, όταν οι συνθήκες ζωής
διαβρώνουν στο έπακρο κάθε ελπίδα για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Κλείνοντας, θέλω
να αναφέρω μία προφητική φράση του Luigi Pirandello:«Ζούμε την εποχή των προσωπείων, όχι των
προσώπων». Η έκφραση συλλογικότητας, όπως ανακλάται στο εν λόγω ιστορικό συμβάν,
ας αποτελέσει ψυχικό αντιστύλι για τις δύσκολες στιγμές που βιώνουμε ως
υπόσταση σε οικουμενικό επίπεδο και ας αντιπαρέλθει τον παγιωμένο μηχανισμό της
αποπροσωποποίησης των σχέσεων σε κοινωνικό επίπεδο.
[1] Γιώργος Καραμπελιάς, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, οι Σουλιώτες, ο
Αλή Πασάς και η αποδόμηση της
ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011,σ.162.
[2] Ό.π.σ.162.
[3] Ό.π.σσ.164-166.
[4] Ό.π.σσ.173-174.
[5] Ό.π.σσ.92-93.
[6] Χρ. Περραιβός, Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας, τομ.
Β΄, Βενετία 1815, σσ. 39-40.
[7]
F,C.H.L.Pouqueville, Voyage de la Grece,
τ.5,
Παρίσι
1821, σ.185.
[8] Ι. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τχ.10, Αθήνα 1890, επανέκδοση 1971, σ.5.
[9] Καραμπελιάς,ό.π.σσ.148-149.
[10] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.Δ΄,
Θεσσαλονίκη 1979, σ.624.
[11] Καραμπελιάς, ό.π.σ.162.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου