Ένας παπάς, τέτοιες μέρες που ήταν, τέτοιες μέρες που έρχονταν…επισκέφτηκε τη φυλακή της περιοχής του…
Εκεί που
πέρναγε από τα κελιά και έλεγε λόγια παρηγοριάς και δύναμης, λόγια υπομονής και
ελπίδας, άκουγε σε κάποιο, από τα διπλανά κελιά, φωνές και βρισιές…
Ήρθα σε
ακατάλληλη ώρα, σκέφτηκε, ο παπάς… Σε ώρα γκρίνιας και τσακωμών…
Οι φωνές απ’
ότι κατάλαβε, προερχόταν από κάποιο νεαρό φυλακισμένο… Του έκανε εντύπωση, που
επαναλάμβανε τη λέξη, η μάνα μου.
Κάποιο νεοφερμένο παιδί, πάνω στην απελπισία
του, ζητάει την παρηγοριά της μάνας του, σκέφτηκε με συμπόνοια…
Ήρθε και η
σειρά να επισκεφτεί, το κελί απ’ το οποίο προερχόταν, οι φωνές και οι βρισιές…
Με μεγάλη του έκπληξη διεπίστωσε, ότι ο νεαρός
υβριστής της μάνας, ήταν το
γειτονόπουλο που πρόσφατα είχε φυλακιστεί…
Ένα παιδί
από πολύ καλή οικογένεια, του χωριού…
Όταν ο
νεαρός είδε τον παπά , τότε ήταν που ξέσπασε και έβριζε τη μάνα του με
πιο σκληρά και ανεπίτρεπτα λόγια…
Με απορία,
τον ρώτησε… Γιατί παιδί μου, κακολογείς και βρίζεις τη μητέρα σου, που
είναι μια γυναίκα της εκκλησίας, μια εξαίρετη κυρία, υπόδειγμα αξιοπρέπειας στο
χωριό, που ξεχειλίζει από αγάπη, καλοσύνη…Μια ευγενική ψυχή, στήριγμα φτωχών
και ανήμπορων, που όλοι έχουν να λένε τα καλύτερα…
Έτσι είναι,
όπως τα λες, παππούλη μου…Η μάνα μου ήταν στήριγμα για τους άλλους, αλλά
για μένα, που έλεγε ότι με αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλους και ήμουν ότι πολυτιμότερο είχε, ήταν
η απόλυτη καταστροφή μου…
Μη ηθελημένα
βέβαια…Από άγνοιά της…
Πώς σε έβλαψε
παιδί μου, μια τέτοια μεγαλόψυχη μάνα, σαν τη δική σου, με τέτοια μεγάλη
καρδιά…
Γιατί από
μικρός που ήμουν, είπε ο νεαρός φυλακισμένος, όλα μού τα πρόσφερε
έτοιμα στο χέρι, ότι επιθυμούσα το είχα, ο λόγος μου διαταγή, όλα
έτοιμα στο κουπωμένο ζεστό πιάτο μου…
Το μη και το όχι, ήταν άγνωστο
για μένα…Δεν άκουσα ποτέ μην το κάνεις εκείνο, όχι μην πας εκεί…Δεν είναι σωστό
αυτό, που κάνεις…
Σκέψου το,
καλύτερα…
Τώρα που
μεγάλωσα και βγήκα στην κοινωνία, τα βρήκα όλα σκούρα, ήταν τελείως διαφορετικά
εκεί πέρα…
Και έτσι ένα
κακομαθημένο καλομαθημένο παιδί, που ήμουν, είχα μόνο δυο δρόμους να
ακολουθήσω….
Ή θα
γινόμουν ένας πειθήνιος ανθρωπάκος…
Ή ένας
παράνομος….
Και διάλεξα,
παππούλη, το δεύτερο…
Εξαιτίας
της, τώρα είμαι, εδώ
μέσα… Εξαιτίας της, είμαι
δυστυχισμένος, άχρηστος…
Να γιατί
βρίζω την μάνα μου…Μήπως σωθούν άλλα παιδιά…
Παρατήρηση: Το πρόβλημά του παιδιού, που ποτέ δεν άκουσε το όχι και το μη, άρχισε απ’ το Νηπιαγωγείο…Όταν βγήκε πλέον στην απαιτητική παλιοκοινωνία, την άδικη, ήταν ήδη επιδεινωμένο πλέον…
Λεωνίδας
Κακιούζης
Συνταξιούχος
Δάσκαλος
Πρέβεζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου