Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic
Image and video hosting by TinyPic

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2023

Οι απρόσκλητοι γιορτινοί επισκέπτες, γράφει ο Λεωνίδας Κακιούζης


Είχαν τελειώσει το μάζεμα των ελιών τους οι χωριανοί, που είχαν στις πλαγιές του Ζαλόγγου, από την πλευρά του κάμπου της Λάμαρης. Νεαροί υπομονετικοί άντρες τις πατούσαν έπειτα στις τσαντίλες επάνω στην ξύλινη επίπεδη «μπλιάντρα»- πατητήρι- και το φρέσκο ολοπράσινο λάδι κυλούσε στο ξύλινο βαρέλι, απ’ όπου οι υπομονετικές γυναίκες το μάζευαν.
Εδώ και πολλά χρόνια καλοί νοικοκύρηδες και μερακλήδες μπολιαστές προνόησαν να κεντρώσουν πολλές χοντροελιές επάνω σε αγριελιές και να που τώρα, εξασφάλιζαν το λάδι της χρονιάς τους. Εκείνη την εποχή όλο το χωριό ήταν σε μεγάλη δημιουργική αναταραχή και αλληλοβοήθεια.

Πλησίαζαν οι χριστουγεννιάτικες μέρες και οι προκομένες γυναίκες με περισσό μεράκι και ενδιαφέρον είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για να τελειώσουν τις δουλειές του σπιτιού, για τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη γέννηση και τον ερχομό του Θεανθρώπου. Έπρεπε μέχρι το βράδυ της Παραμονής να είναι όλα έτοιμα…Σπίτια, αυλές και μαντρότοιχοι να είναι καθαρά και φρέσκο-ασβεστωμένα και με πνεύμα φιλοξενίας και αγάπης στην καρδιά να καλωσόριζαν τους «περαστικούς» και ποιος ξέρει ίσως φέτος το Θείο βρέφος «γεννιόταν» εδώ στις δικές μας σπηλιές. Οι μάγοι και οι βοσκοί να είναι και εκείνοι περαστικοί από το χωριό μας αυτή «τη Νύχτα» και αναζητητές της Σπηλιάς για το «Μέγα προσκύνημα» και έπρεπε να αντικρύσουν και να βρουν το χωριό τους να λαμποκοπά ασπρισμένο απ’ τον ασβέστη. Τέτοιες μέρες οι καλό-νοικοκυρές του χωριού μας έδιναν εξετάσεις.

Αλλά και κάποιοι τακτικοί χριστουγεννιάτικοι επισκέπτες δεν μας ξεχνούν αυτές τις τελευταίες γιορτινές μέρες του χρόνου. Οι επιπλέον ετοιμασίες των γυναικών τούς το θυμίζουν. Οι μοσχοβολιστές κουλούρες και το χριστόψωμο, τα κουλούρια και οι λαδόπιτες και όλα τα γιορτινά καλούδια τούς προσκαλούν και φτάνουν απρόσκλητοι στην ώρα τους…Είναι οι καλικάντζαροι, τα παγανά, όπως τα λέγανε απ’ τα παλιά στην Ήπειρο και έτσι τα ξέραμε, τα λέμε και τα ζήσαμε κι εμείς από παιδιά εκείνα τα χρόνια.

Είναι τα απόκοσμα παράξενα πλάσματα, που οι διηγήσεις των κατοίκων του χωριού περισσότερο αλατισμένες με δόσεις υπερβολής μαζί με τις σκιές και τις παράξενες μορφές, στις ρεματιές, στις σπηλιές και στους μύλους, που για ένα δεκαήμερο περίπου έρχονταν από τα βάθη της γης, εμφανίζονταν ξαφνικά για να γευτούν και να ταράξουν τις χαρές των ανθρώπων τις χριστουγεννιάτικες μέρες.

Παραμονή των Χριστουγέννων και τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς του χωριού είχαν μαζευτεί και έπαιζαν στο σπίτι της κυρά - Μαρίας, της Θεια - Νάσαινας, όπως μας άρεσε να τη λέμε εμείς τα παιδιά, εκεί πάνω στον όμορφο λόφο στην άκρη του χωριού. Επάνω στην αγαπημένη ράχη, σ’ ένα προσηλιακό ίσιωμα, ήταν κτισμένο το όμορφο περιποιημένο σπίτι τους και από εκεί φαινόταν δίπλα όλο το χωριό. Γι’ αυτό κάθε απόγευμα έπαιζαν τα παιδιά ολόγυρα…Πλησίαζε το βραδάκι και τα παιδιά, μεγάλα και μικρότερα κάπως ανήσυχα μαζεύτηκαν ολόγυρα για να ρωτήσουν και να ακούσουν ιστορίες από την καλοσυνάτη γυναίκα, που φούρνιζε τα χριστόψωμα, τα κουλούρια...Κι εκείνη ταλαντούχα στη διήγηση πάντα πρόθυμη, δεν τους χάλαγε το χατίρι!
- Για πες μας θεία, είναι αλήθεια, ότι απόψε έρχονται στο χωριό τα παγανά; Ρώτησε η Γεωργία.
-Τι είναι τα παγανά πετάχτηκε ανυπόμονο ένα μικρό αγόρι ο Χρήστος, γι’ αυτά ακούμε συνέχεια αυτές τις μέρες παντού, στο χωριό…
- Ω! Ιστορίες των μεγάλων, μην τους ακούτε και μη φοβάστε, είπε εκείνη δήθεν αδιάφορα.
Μας μίλησε και ο δάσκαλος στο σχολείο για τα παγανά και τους καλικάντζαρους, «που τάχα έρχονται απόψε τη νύχτα και μας είπε ακόμη, ότι όλα είναι φανταστικές ιστορίες, είπε η μαθήτρια Ευτυχία…Τα παγανά είναι κατά τη λαϊκή παράδοση πνεύματα και ισκιώματα πονηρά, παιδιά, που ανεβαίνουν στη γη την ημέρα των Χριστουγέννων και επιστρέφουν στον κάτω κόσμο με την Πρωτάγιαση των Φώτων, όπου αρχίζουν πάλι να πελεκάνε τον πελώριο κορμό του δέντρου που κρατά τη γη, η γνωστή δηλαδή ιστορία».
-Εσύ θεία, έχεις συναντήσει και έχεις δει Παγανά; Ρώτησε ο Διονύσης.
Τι να κάνει και η Μαρία, της άρεσε πολύ να λέει και ιστορίες στα παιδιά… - Αν έχω δει λέει! Το πρώτο σπίτι, που επισκέπτονταν κάθε χρόνο, ήταν το δικό μας! Μόλις άρχιζαν να ψήνονται τα μοσχοβολιστά χριστόψωμα και τα κουλούρια και έφτανε η μυρωδιά τους πέρα στα «Λιθάρια», τρελαίνονταν εκείνα απ’ τη μυρωδιά. Έβγαιναν απ’ τις φωλιές τους, ανέβαιναν εκεί στο «Τσουκρί», το μεγάλο όρθιο βράχο απέναντι και παραφύλαγαν να μαζευτεί η οικογένεια μέσα στο σπίτι. Γρήγορα έφταναν στο φούρνο και άρπαζαν τα μισοψημένα ψωμιά. Άλλες φορές, αν νωρίς πρόφταινα να τα πάρω μέσα, σκαρφάλωναν στην σκεπή και μόλις κοιμόμασταν έμπαιναν κρυφά από την καμινάδα και άρπαζαν τα ψωμιά, τα κουλούρια, τα γλυκίσματα, αναστάτωναν και βρώμιζαν όλο το σπίτι μας με τις ακαθαρσίες τους, που «κακό χρόνο να’ χουν οι «βρωμοσκιάζουρες»! Αλλά τώρα έννοια σας, έχω λάβει τα μέτρα μου και δεν στέκονται καθόλου σ εμάς…-Και τι κάνεις θεία;
-Να, ένα μέρος της χριστουγεννιάτικης στάχτης μετά από το «πάντρεμα» της φωτιάς πριν κοιμηθούμε, τη ρίχνω πρώτα απέξω στις τέσσερες γωνίες του σπιτιού. Την υπόλοιπη τη βάζω έπειτα σε παλιούς τενεκέδες. Ρίχνω μέσα και λίγο πετρέλαιο, που το φέρνει ο Θανάσης μου από το μαγαζί, τούς ανάβω και τους τοποθετώ γύρω-γύρω απ’ το σπίτι μας. Αυτό παραμένει φωτισμένο όλη νύχτα, και απ’ τη μυρωδιά κιόλας του πετρελαίου, την οποία απεχθάνονται, δεν πλησιάζουν σ’ εμάς πλέον, χάνονται...

Στην ώρα του έφτασε και ο Νάσιος από το Λούρο, όπου είχε το μαγαζί του και μπήκε και αυτός στην κουβέντα… - Να, είπε, τις βλέπετε εκεί πέρα τις μεγάλες όρθιες πέτρες, που είναι σαν να τις φυτέψαμε; Άλλες στέκονται κατακόρυφες και άλλες πλαγιαστές; Ε, εκεί από κάτω από τα «Λιθάρια» όπως τα λέμε στο χωριό σχηματίζονται μεγάλες γράβες- σπηλιές και από τις ραφές τους μέσα βγαίνουν τα παγανά. Να, απόψε Παραμονή θα μαζευτούν εκείνα απέξω απ’ το χωριό μας με διάφορες μορφές μ’ όλα τα κουσούρια…Κουτσοί, στραβοί με ένα μάτι, άσχημοι, μονοπόδαροι και χέρια, δόντια και μάτια κόκκινα σαν της μαϊμούς, τραγοπόδαροι και καμπούρηδες…Θα περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα.
Άντε τώρα, τους είπε η καλή γυναίκα του Θεού, αρχίζει να νυχτώνει, πηγαίνετε στα σπίτια σας, να κάνετε με τις οικογένειές σας το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της Παραμονής…Να κοιμηθείτε νωρίς, γιατί μη ξεχνάτε, ότι θα πάμε αχάραγα στην εκκλησία να καλωσορίσουμε το νεογέννητο Χριστό μας και να κοινωνήσουμε όλοι μας και έτσι δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε…Και αύριο, μέρα του Χριστού, ελάτε.
Μαζεύτηκαν οι οικογένειες του χωριού, όταν νύχτωσε καλά, δίπλα στη γωνιά του τζακιού, «πάντρεψαν» πρώτα τη φωτιά, που ο πατέρας είχε φροντίσει να είναι από τα καλύτερα ξερά ξύλα-κούτσουρα της θημωνιάς! Έβαλαν μετά τις φρεσκοκομμένες κλάρες από ελιά, κέδρο, μυρτιά, πουρνάρι και άλλων μυρωδάτων δέντρων, για να παντρέψουν τη φωτιά. Παλιό ηπειρώτικο έθιμο, που ίσως είχε σχέση με τον ερχομό των παγανών- καλικαντζάρων. Έτριζαν και έσκαγαν τα αναμμένα φύλλα και μοσχοβολούσε το τζάκι, το σπίτι, η γειτονιά και όλο το χωριό εκείνη την ευλογημένη βραδιά του ερχομού του Θεανθρώπου! Έκοψε μετά τον άρτο, που η ευσεβής νοικοκυρά είχε ζυμώσει και πλάσει σε σχήμα σταυρού, ευχήθηκαν χαρούμενοι κι έφαγαν το αλάδωτο λιτό νηστήσιμο φαγητό και ευλογημένοι έπεσαν να κοιμηθούν…Αχάραγα κατά τις τέσσερις το πρωί ξύπνησαν από το χαρμόσυνο χτύπημα της γλυκόλαλης καμπάνας τους. Σε λίγο όλο το χωριό κατηφόριζε και γέμισε τη φωτισμένη με το χριστουγεννιάτικο φως, λιτή εκκλησία τους. Εκτός από τους ανήμπορους και τα μωρά δεν έλειπε κανένας, όταν ο παπά Γιώργης έψελνε στην Ωραία Πύλη το «Θεός γεννάται δοξάσατε»! Ρίγησαν οι καρδιές τους, έλαμψαν τα πρόσωπά τους. Αγαλλίασε η ψυχή τους όταν οι ψάλτες επανέλαβαν το «η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών». Ήταν η καλύτερη ώρα του μονιασμένου φτωχού χωριού, που οι κάτοικοί του πλήρεις πίστεως, θεοφόροι υμνολογούσαν τον γεννηθέντα Σωτήρα τους…Όλοι κοινώνησαν και πήραν το ευλογημένο κι αγιασμένο αντίδωρο και ήρεμοι και γαλήνιοι γεμάτοι χαρά και σύμπνοια μεταξύ τους, συμμετείχαν στις από τους πρώτους χριστιανούς έθιμο-«Αγάπες». Μοίραζαν όλες οι νοικοκυρές από τις κανίστρες τους, που τις είχε διαβάσει και ευλογήσει πριν ο παπάς, στους μεγάλους και τα παιδιά κομμάτια κρέας, πίτες και ψωμί, για να μένουν αγαπημένοι…

Από τις ασυνήθιστες μυρωδιές, που έρχονταν από τις καμινάδες παραξενεύτηκαν τα παγανά και έτσι την πρώτη νύχτα στη γη ξημερώνοντας Χριστούγεννα περιόρισαν τις επισκέψεις τους στα σπίτια. Οι νοικοκυρές πριν κοιμηθούν σκόρπισαν έξω στην αυλή και γύρω από το σπίτι τους την στάχτη από το πάντρεμα της φωτιάς και άφησαν όλη νύχτα τα καντήλια στο εικονοστάσι αναμμένα. Και μόνο λίγες περιπτώσεις από ανυπόμονα παγανά αναφέρθηκαν από παθούσες γυναίκες και μαθεύτηκαν στο χωριό. Να, όπως της Σεβαστής πριν χτυπήσει η καμπάνα τρύπωσαν στο κατώι τους, έφαγαν και σκόρπισαν το ευτυχώς λίγο αλεύρι, που είχε απομείνει στο κασόνι, λέρωσαν και όταν ακούστηκε το χριστουγεννιάτικο χτύπημα της καμπάνας έφυγαν. Την άλλη μέρα αναστατώθηκε και τρελάθηκε η γυναίκα και με το δίκιο της τα φώναζε και τα καταριόταν χριστουγεννιάτικα. «Αναθεματισμένα, καταραμένα και κακομούτσουνα πλάσματα, μου λωβιάσετε χριστουγεννιάτικα το σπίτι», τούς φώναζε…Μάταια, προσπαθούσε να την παρηγορήσει ο άντρας της, ο Κώστας…

Στα μαγαζιά δεν είχαν άλλο θέμα να μιλούν και να σχολιάζουν εκείνες τις μέρες…
«Χτες το βράδυ περασμένα μεσάνυχτα, άκουσε η Ειρήνη, η Πάναινα, πέρα στην άκρη του χωριού στην αυλή της, στο κοτέτσι τους θόρυβο και βγήκε έξω να δει τι συμβαίνει. Παρουσιάστηκαν εκείνα τα αλαφροΐσκιωτα μπροστά της με διάφορες μορφές και άρχισαν να χορεύουν γύρω της και την ανάγκασαν φοβερίζοντας την να χορεύει μαζί τους…Βγαίνει μετά από ώρα ο Πάνος και τι να δει…Τη γυναίκα του να χορεύει μαζί τους σε έξαλλο ρυθμό! Κατάλαβε τι συνέβη, ντουφέκισε στον αέρα, είπε και το «Πάτερ ημών», όσο θυμόταν, όπως τους είχε συμβουλέψει ο παπάς στο μαγαζί και γλύτωσε η Ρήνα»… -«Να κάνετε το σταυρό σας και να λέτε το πάτερ ημών» τους έλεγε ο παπάς. -Ευτυχώς, που βγήκες Πάνο μου, θα χόρευα μέχρι το πρωί μ’ αυτά! Πώς με κατάφεραν!
-Για πες Δάσκαλε, ρώτησε ο νεαρός Πολυδεύκης το Χαράλαμπο το νέο-συνταξιούχο δάσκαλο, για τα παράξενα αυτά πλάσματα…
-Απ’ αυτά που έχω διαβάσει κι έχω ακούσει απ’ τους παλιότερους, οι Καλικάντζαροι σύμφωνα με την παράδοση είναι 18 φυλές. Καμμιά δεν μοιάζει με την άλλη και έχει η καθεμιά τα δικά της χαρακτηριστικά και κουσούρια. Αρχηγός τους θεωρείται από πολλούς ο Μαντρακούκος με τη φυλή του, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους τους άλλους. Σ’ εμάς εδώ οι περισσότεροι είναι οι φυλές των παγανών με αρχηγό τον Παγανό. Άλλες φυλές είναι οι Τρικλοβελόνηδες, οι Πλανήταροι, οι Κουλοχέρηδες, οι Κολοβελόνηδες, που είναι λεπτοί και μακριοί σαν τα μακαρόνια, οι Φαταούλες και άλλοι ακόμα…

Ο Παγανός, απ’ ότι θυμάμαι είπε ο Μιχάλης, δάσκαλος σε διπλανό χωριό, είναι ο αρχηγός των παγανών, που το πλείστων έχουμε εμείς εδώ στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τη διήγηση του παππού μου, μια μεγάλη κοπέλα πήγε απογευματάκι μαζί με τον πατέρα της, τις πρώτες μέρες του χρόνου στο χωράφι τους. Πριν νυχτώσει, φόρτωσε εκείνος το άλογό τους με σανό, για να το πάει η κοπέλα στο σπίτι τους. Ο ίδιος θα έμενε στο χωράφι και θα γύριζε αργότερα. Ήταν αρκετά αλάργα και το κορίτσι νύχτωσε στο δρόμο…Περνούσε εκείνη την ώρα, που «κακό χρόνο να 'χει», ο θρασύδειλος Παγανός και είδε την κοπέλα με τ’ άλογο. Της επιτέθηκε και η κοπέλα για να γλιτώσει προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στο φορτωμένο σανό. Ο Παγανός την έψαχνε γύρω - γύρω απ’ το άλογο. Εκείνο θυμωμένο τον κλωτσούσε και μια γερή κλωτσιά τον πέτυχε στο πόδι του και ουρλιάζοντας εξαφανίστηκε κουτσαίνοντας. Από τότε ο Παγανός και πολλοί απόγονοί του εμφανίζονται κουτσοί…Αδύνατοι είναι σκελετωμένοι, με βρώμικα ρούχα, με ουρές, που τους βοηθά να είναι ευκίνητοι, να σκαρφαλώνουν πολύ εύκολα, αλλά και πολύ φοβητσιάρηδες…Αγαπούν την στάχτη αλλά φοβούνται πολύ τη φωτιά. Παρουσιάζονται σαν άνθρωποι, σαν ζώα, σαν πουλιά, νάνοι που ουρλιάζουν απαίσια.

Απλώθηκαν οι χριστουγεννιάτικες μυρωδιές ανακατεμένες με τα μαγειρεμένα φαγητά, τα ψητά και τα γλυκίσματα των νοικοκυρών στο χωριό και στη γύρω περιοχή και έφτασε μέχρι πέρα στις φωλιές των παγανών, κάτω στις άλλες φωλιές στο «Βαθύλακκο» και πέρα στις κουφάλες των βελανιδιών στη «Μοσχοβέτσα».
Τρελάθηκαν εκείνα από τη λαιμαργία και τη ζήλεια…Μάζεψε ο Κουτσοπαγανός το ασκέρι του και εκστράτευσε για επίθεση…Ξανοίχτηκαν στο χωριό, σκαρφάλωσαν και τρύπωσαν οι αγωνιστές στις σκεπές με τα κεραμίδια, στις καμινάδες, μισάνοιχτες πόρτες και τα ξεχασμένα παραθύρια των σπιτιών και των αποθηκών.

Αποκαμωμένοι από τις προετοιμασίες τόσων ημερών και βαρυφαγωμένοι μετά τη μεγάλη, αυστηρή νηστεία, μαζεύτηκε η οικογένεια γύρω στο τζάκι και από τη ζεστασιά των αναμμένων κούτσουρων βελανιδιάς, δεν άργησαν νυσταγμένα ένα - ένα τα μέλη της, να κατευθύνεται στο κρεββάτι και σε λίγο κοιμόνταν γλυκά όλοι.
Άφησε η Ευαγγελινή η καλή νοικοκυρά και η τρυφερή μάνα αναμμένο το τζάκι, έριξε και μερικά κλαδιά μυρτιάς, κέδρου και ελιάς που είχαν απομείνει, κλείδωσε καλά τις πόρτες, – για να αποφύγει τις ανεπιθύμητες επισκέψεις – άφησε αναμμένο όπως έκανε αυτές τις μέρες το καντήλι και αποτραβήχτηκε κουρασμένη για ύπνο.
Έφθασε μια ομάδα των νεοφερμένων γειτόνων στο σπίτι και άλλοι σκαρφάλωσαν στον τοίχο του σπιτιού και ανέβηκαν στην ξύλινη σκεπή, άλλοι γυρόφερναν το σπίτι για να τρυπώσουν από καμμιά ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα ή παραθύρι.
Η περίπολος της στέγης πλησίασε στην καμινάδα αλλά γρήγορα αποθαρρύνθηκε… Οι μυρωδιές των κλαριών και του λιβανιού τούς απωθούσε και γρήγορα κατέβηκαν. Οι άλλοι είχαν ανακαλύψει από που θα έμπαιναν μέσα στο σπίτι.

Το μικρό παραθυράκι με τις σιδεριές ήταν μισάνοικτο. Επίτηδες το άφηνε έτσι η νοικοκυρά που και που, για να αερίζεται το κατώι από τη ζύμωση του κρασιού. Σε λίγο όλοι ήταν μέσα και με στεναγμούς και γέλια απολάμβαναν τα καλούδια του σπιτιού. Ο Παγανός γεραλέος και πολύπειρος αρχηγός ανακάλυψε τη δεκάρα νταμιτζάνα με το κόκκινο κρασί, που ήταν ξεβούλωτη για να βράσει το αρωματικό περιεχόμενό της και την είχε τάμα ο Μιχάλης, να τη δωρίσει μέρες, που ήταν. Όλοι προσπαθούσαν με τη γλώσσα να ρουφήξουν το μέλι-στάλαχτο κρασί του μερακλή νοικοκύρη. Μεγάλη αναστάτωση και ταραχή για το ποιος θα πιεί. Με μια κλωτσιά έριξε ο Παγανός καταγής την ξεβούλωτη νταμιτζάνα και σε λίγο το δάπεδο του κατωγιού γέμισε και μοσχομύριζε κόκκινο διαλεχτό κρασί και όλη η παρέα το απολάμβανε. Το τρίτο λάλημα του αλάνθαστου κόκορα θύμισε στους μεθυσμένους δαίμονες ότι έπρεπε να αφήσουν το φαγοπότι και πίσω από τον αρχηγό χαχανίζοντας τράβηξαν για τη φωλιά τους.

Ξημερώνοντας, η μυρωδιά του φρέσκου αγίνωτου κρασιού στο κατώι ξύπνησε τον πατέρα μου, Μιχάλη. – Το κρασί, πάει το κρασί, άνοιξε το βαρέλι! Στη στιγμή βρέθηκε η μάνα μου η Ευαγγελινή κάτω στο κατώι…- Πωπώ! Τι πάθαμε! Φώναζε… Πωπώ, τι ζημιά, έλεγε τσαλαβουτώντας στο χυμένο κρασί. Το λυχνάρι που άναψαν, φώτισε και ξεδιάλυνε τι είχε γίνει. Και το ανοιχτό παραθυράκι μαρτύρησε τους φταίχτες επισκέπτες…«Ζαλοταραμένα, βρώμικα πλάσματα, τί μας κάνατε Χριστουγεννιάτικα…Πώς θα τα μαζέψω όλα αυτά η μαύρη», ξεφώνιζε η δόλια η μάνα. - Δε λες που δεν μας πείραξαν το αλεύρι, το τυρί και το λάδι..- Κάνε υπομονή, θα σε βοηθήσουμε κι εμείς μάνα, την ενθάρρυνε το μεγαλύτερο από τα παιδιά της, ο Γιάννης, ενώ ο δεύτερος ο Χρήστος, που το έβλεπε σαν διασκέδαση είχε πιάσει δουλειά…Το παράθυρο εκείνο και η πόρτα μέχρι του Αγιαννιού δεν ξανάνοιξαν, ενώ από ένας σταυρός ζωγραφίστηκε απέξω και ένα αναμμένο λυχνάρι έκαιγε μέχρι το ξημέρωμα.

Ξημερώνοντας η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια του χωριού είχαν κάτι παράξενο συμβάν να δηλώσουν και να μολογήσουν. Πρωί αξημέρωτα ξύπνησε ο μπάρμπας ο Κώστας και κίνησε να πάει στη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στο Ζάλογγο. Το είχε τάμα κάθε τέτοια μέρα να πηγαίνει. Για να κόψει και να συντομέψει το δρόμο, ακολούθησε το μονοπάτι απ’ τα ριζά, που περνούσε απέξω από τις σπηλιές, στα «Λιθάρια». Όταν πλησίασε σχεδόν δίπλα, μέσα ακούγονταν φωνές, τραγούδια, γέλια, ξεφωνητά, νταούλια και μουσικές. «Α! Οι λεβέντες μεθύσανε απ’ το κρασί του αδερφού μου, μονολόγησε χαμογελώντας και άλλαξε δρόμο. Καλή διασκέδαση, παιδιά»!

Που λες εσύ πατέρα μ…, μεγάλη κατανάλωση στα λουκούμια έχω αυτές τις μέρες, έλεγε καμαρώνοντας ο Γρηγόρης ο μπακάλης, μ ’αυτή τη χαρακτηριστική μόνιμη φράση του. – Κατανάλωση σού κάνουν τα παγανά τη νύχτα, όταν κλείνεις Γρηγόρη, του είπε ο αδερφός του ο Θόδωρος. Απ’ το άλλο βράδυ όλες οι λάμπες αναμμένες…

Ακούγονταν φωνές από παιδιά και μεγάλους επάνω στην αυλή του Χρήστου και της Γιαννούλας…Τα δυο αγόρια τους ο Σωτήρης και ο Βαγγέλης διαμαρτύρονταν, αρνούνταν στις προτάσεις των γονέων τους να πάνε να κουρευτούν, γιατί τα μαλλιά τους είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει σαν μπούφοι, όπως τους έλεγε η μάνα τους. Εκείνα επέμεναν στην άρνησή τους. – Καλά, τους είπε ο πατέρας τους, δεν θα επιμείνουμε άλλο, αλλά προσέξτε μην το πάθετε σαν τα παιδιά απ’ το διπλανό χωριό, που ακούρευτα τα έπιασαν από τα μεγάλα μαλλιά τους τα παγανά, τα σήκωσαν επάνω στα σύννεφα και τα τράβηξαν τη νύχτα στη φωλιά τους κι όπως λένε έγιναν και αυτά παγανά. Σε λίγο τα καλόπαιδα γύρισαν καμαρωτά και κουρεμένα.

Ήταν ένα κρύο αλλά ηλιόλουστο απόγευμα, όταν η Πανάγιω άπλωσε έξω στην αυλή της τα πλυμένα ρούχα της οικογένειας και μιας και ήταν ξεροβόρι, είπε να τα αφήσει όλο το βράδυ απλωμένα για να στεγνώσουν καλά. Τα μεσάνυχτα γύριζαν οι καλοί φίλοι από άλλη επίσκεψη στον άλλο μαχαλά. Είδαν τα στεγνά απλωμένα πολύχρωμα ρούχα στην αυλή και μιας και η νύχτα ήταν παγερή, με χάχανα τα φόρεσαν και γελώντας και τραγουδώντας πήγαν καλοντυμένοι πρώτα στην πλατεία κι έκαναν και παρίσταναν τους ανθρώπους στους χορούς και στα γλέντια τους. Έπειτα χορτάτοι από καλούδια και παιχνίδια μετά το τρίτο λάλημα του πετεινού τράβηξαν για τη φωλιά τους. Το μεσημεράκι ο Λάζαρος, που γύριζε απ’ το κυνήγι βρήκε τα ρούχα της Πανάγιως πεταμένα επάνω στα μονοπάτια και στις μεγάλες πέτρες. Πήγε η Πανάγιω, τα μάζεψε και τα έκαψε όλα, στολίζοντας για καλά τα «Ζαλιάρικα κατσικοπόδαρα».

Με ευκολία έμπαιναν τη νύχτα στο μαγαζί του Γιάννη, του Νάκου, όπως τον λέγανε χαϊδευτικά, που ήταν στο έμπα του χωριού. - Δεν προφταίνω να παραγγέλνω πράματα, φεύγουν αμέσως, έλεγε Ο Γιάννης. - Συχώριο κάνεις, ταΐζεις τα παγανά, τού έλεγαν πειραχτικά ο Θωμάς με το Γιαννακάκη. Πήγαιναν νύχτα εκείνα τα κακομούτσουνα διαβολάκια, έπιναν ούζο από τις μπουκάλες, άρπαζαν και έτρωγαν καραμέλες έξω στο δρόμο. Γλυκό-μεθυσμένα μετά κάθονταν άλλα απ’ τη μια μεριά και άλλα απ’ την άλλη. Υπέφεραν και δεινοπαθούσαν οι περαστικοί βοσκοί, που περνούσαν νύχτα - πρωί για τις στάνες τους, κάτω. Τους κορόιδευαν και τους βασάνιζαν εκείνα τα ζαβά…Πήγαιναν από πίσω τους, τραβούσαν τα ρούχα τους, τράβαγαν τα μαλλιά και τ’ αυτιά τους γελώντας. Ανέβαιναν καβάλα στα γαϊδουράκια τους, τραβούσαν τις ουρές τους και τι δεν σοφίζονταν...Κοίταζαν οι άμοιροι και μόνο κάτι σκιές έβλεπαν να κινούνται, να φεύγουν και να έρχονται. 
Καταλάβαιναν ποιοι ήταν και αυθόρμητα τους έβριζαν. «Κακομούτσουνοι και ανάγωγοι καμπουργιάρηδες, γουρούνο-πόδαροι» και τέτοια. Θύμωναν τα σκοτεινά πλάσματα και γίνονταν περισσότερο επιθετικά και περιπαιχτικά, στριγγλίζοντας απαίσια. Ανέβαιναν στη σκεπή δίπλα του Γιαννακάκη και παραπέρα στου Θωμά και πέταγαν τα κεραμίδια κάτω. Ένας χαμός, κάθε πρωί! Είδε και από είδε ο Γιάννης ο μπακάλης και επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς άφηνε όλη τη νύχτα τα λυχνάρια και τις λάμπες αναμμένες στο μαγαζί του. Άναβε και φωτιά έξω στην αυλή και ησύχασαν οι βοσκοί και οι περαστικοί απ’ τους ορεξάτους περίγελους μπεκρήδες.

Δεινοπαθούσαν οι ιδιαίτερα οι γριές! Είχαν μεγάλή μανία με τις γριές τα παγανά. Αλλά και εκείνες οι πιο αποτελεσματικοί κυνηγοί και διώχτες τους! Μεγάλη έχθρα!
Κουβέντιαζαν έξω στην αυλή τους οι δυο γειτόνισσες. Είχαν την ίδια άποψη και ταίριαζαν σ’ όλα, η Περιστέρα και η Αφροδίτη, οι αγαπημένες κάλο-νοικοκυρές και οι «έξω καρδιά». Ομορφοκαμωμένες στα νιάτα τους και λυγερές κοπέλες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 καλοστεκούμενες ηλικιωμένες, τα γηρατειά βλέπετε…Συνήθιζαν να τα λένε συχνά και περπατούσαν πότε - πότε μέχρι την άκρη του χωριού και λίγο παραπέρα στο λοφάκι, όπως εκείνη τη βραδιά του Γενάρη. Είχε νυχτώσει για καλά και δεν κατάλαβαν, πώς βρέθηκαν στο κέντρο μιας εύθυμης ομάδας παράξενων πολύμορφων πλασμάτων και πώς χόρευαν ξέφρενα μαζί τους με μεράκι οι δυο φιλενάδες. Μετά από πολλή ώρα χορού και κεφιού ήθελαν να σταματήσουν μα το μεράκι και τα πλάσματα δεν τις άφηναν…Πλησίασε η Περιστέρα τη φίλη της και της ψιθύρισε στο αυτί. -Να κάνεις, ό,τι θα κάνω γρήγορα, αλλιώς χαθήκαμε, τ’ ακούς…

Άρχισε σιγά σιγά με τρόπο η Περιστέρα να ξεντύνεται και σε λίγο βρέθηκαν γυμνές και οι δυο! Βλέπουν τα έξαλα παγανά τις γριές τσίτσιδες, φοβήθηκαν και εξαφανίστηκαν. Σηκωτές τις κουβάλησαν στο χωριό τις ζωηρές νύχτο-περπατημένες!

Μετά τις φιλικές περιοδείες, που έκαναν πήγαιναν τα κεφάτα παγανά επάνω στη ράχη της πλαγιάς στο ίσιωμα, στην αυλή της Μαρίας, της θείας μου, της καλοσυνάτης και καλόκαρδης κυρίας, που πάντα είχε ένα καλό και αισιόδοξο λόγο για όλους. Γέλαγαν, ξεφώνιζαν κι έπαιζαν εκεί, αγνάντευαν κάτω το χωριό - μόνο την εκκλησία του με την κρεμασμένη καμπάνα απέφευγαν να κοιτάζουν, γιατί κάτι τους θύμιζε -. Άκουγε η πρόσχαρη και καλοσυνάτη γυναίκα τις φωνές τους, που ήταν ολόχαρες, χαρούμενες και παιδικές! Έβγαινε μπροστά από την πόρτα της, παρατηρούσε τις αεικίνητες, αστείες σκιές τους και γελώντας τους έλεγε: - Καλωσορίσατε, καλά μου παιδιά, στο χωριό και στο σπίτι μας! Παίξτε εδώ στην αυλή μας, όσο θέλετε, κανείς δεν θα σας πειράξει…Την άκουγε ο άντρας της ο Λάζαρος και χαμογελούσε ικανοποιημένος, ήρεμος και ευτυχισμένος.

Τη μάλωνε αγανακτισμένος ο θείος του από δίπλα και της έλεγε: - Εδώ, που τα μαζεύεις και τα καλοπιάνεις Μαρία, θα πάθουμε κάνα κακό, θα μας καταστρέψεις όλους…Αλλά και από το παραπάνω σπίτι η ανιψιά της, η Κασσιανή, την γκρίνιαζε φοβισμένη συνέχεια. - Θα μας καταστρέψεις θεία με τα παράξενα πλάσματα που μαζεύεις, ανέχεσαι, καλοπιάνεις και γλυκομιλάς…

-Δώστε χαρά και πάρτε χαρά! Δώστε αγάπη σ’ όλους και πάρτε αγάπη απ’ όλους, χαμογελάστε καλοσυνάτα και θα σας χαμογελάσουν…Αυτά να κάνετε και τότε, κανένα κακό δεν θα σας προξενήσουν. Μόνο συντροφιά και λίγη περίσσια καλοσύνη αναζητούν!

Δυσανασχετούσαν φοβισμένοι οι χωριανοί, διαμαρτύρονταν οι γυναίκες για τις ζημιές που πάθαιναν. - Αν έχετε το Χριστό μέσα στην καρδιά σας, κανένα κακό δεν σας συμβεί, τους έλεγε ο παπάς. Αινείτε και δοξάστε πάντα τον Κύριο και θα είναι δίπλα σας. -Εμένα, πάντως παιδιά, τους είπε ο Τριαντάκης, τόσες νύχτες, τόσα χρόνια που γυρνώ σ’ όλα τα μέρη του χωριού, ποτέ δε με πείραξαν αυτά, που λέτε. Αλλά κι εγώ ποτέ δεν τα κακολόγησα. – Αυτό να λέγεται συμπλήρωσε ο αδερφός ο Δημητράκης, από δίπλα του. - Πώς γίνεται Μαρία, και σχεδόν απ’ όλο το χωριό εσένα δεν πειράζουν ποτέ; Ρώτησε τη Μαρία, η Αμαλία απ’ το γειτονικό σπίτι. -Γιατί η θεία, η Μαρία έχει καλή ψυχή, της απάντησε η Κατερίνα.

Αργοπορημένος ξεκίνησε για το χωριό από την αποθήκη-στάνη του, στη «Χοχλαστή» κάτω στον κάμπο της Λάμαρης ο Χρήστος με το κοκκινόμαυρο άλογό του φορτωμένο σιτάρι, για να το αλέσει το πρωί στο μύλο, κάτω στο ποταμάκι. Σιτάρι από τους κόπους του και από τους κόπους της γυναίκας του, της Παρασκευής. Σιτάρι από τα καρπερά ιδρωποτισμένα χωράφια τους! Μπροστά ο Χρήστος τραβώντας από το καπίστρι το άλογό του, περπάτησαν το ίσιωμα του κάμπου και σε λίγο πήραν να ανεβαίνουν το στριφογυριστό δρομάκι της καταπράσινης ανηφορικής πλαγιάς. Όταν έφτασαν στην κορυφή της, είχε νυχτώσει για καλά. Μια ομάδα περαστικών παγανών από μακριά εντόπισαν τον ξωμάχο Χρήστο και τον πιστό βαρυφορτωμένο σύντροφό του και άρχισαν να τους πλησιάζουν πρόθυμοι και ορεξάτοι…Συνεννοήθηκαν με τις αστείες χειρονομίες τους για το σχέδιο, που θα ακολουθούσαν και περίμεναν.

Σταμάτησε στα όρθια κοντανασαίνοντας η καμπίσια παρέα των συνοδοιπόρων να πάρουν μια ανάσα ξεκούρασης από την κουραστική ανηφορική πορεία και συνέχισαν το βατό πλέον, καλύτερο δρομάκι για το χωριό…Λυπήθηκαν οι πονόψυχοι συνακόλουθοι το ζωντανό και θέλησαν πρόθυμα να το ξαλαφρώσουν από το βαρύ φορτίο του νοικοκύρη Χρήστου. Δεν είχαν κάνει περισσότερα από πενήντα βήματα, όταν μερικοί ανυπόμονοι πρωτεργάτες στις σκανταλιές και ζαβολιές, αθόρυβα τρύπησαν τα σακιά με το γέννημα με τα σουβλερά νύχια τους, ενώ τ’ άλλα πιο πίσω γέλαγαν και κορόιδευαν. Ο άνθρωπος δεν κατάλαβε τίποτε και τραβούσε το δρόμο του ήρεμος και ήσυχος. Το άλογο ίσως παραξενεύτηκε που το βάρος του λιγόστευε και το φορτίο όλο και αλάφρυνε και άθελά του έσπερνε το ξερό δρομάκι με το ρυθμικό περπάτημά του…Όταν οι δυο βραδινοί σπορείς έφτασαν και μπήκαν νύχτα πλέον στο χωριό, συνάντησαν στο δρόμο τον Κώστα τον κουνιάδο του ανυποψίαστου Χρήστου. Εκείνος απορημένος και παραξενευμένος τον ρώτησε: - Καλά, Χρήστο, φορτωμένο με άδεια και κρεμαστά σακιά τραβάς το άλογό σου; Τρελάθηκες, άνθρωπε; Του είπε…

Γυρνάει ο Χρήστος και τι να δει…Οι φωνές απελπισίας, οι βρισιές και οι κατάρες ακούγονταν μέχρι το σπίτι του απ’ το Χρήστο! Του κακοφάνηκε του Κώστα, του γιού του, μόλις αντίκρυσε το φόρτωμα του αλόγου άδειο, γι’ αυτό έτρεξε γρήγορα και ξεκρέμασε τ΄ άδεια σακιά πειραγμένος. Τα χάχανα, τα αστεία και τα πειράγματα για μέρες ακολουθούσαν το Χρήστο. - Ακούς εκεί τι μου έκαναν τα ζωντόβολα, έλεγε. Α! Γι’ αυτό, άκουγα στη διαδρομή χαχανητά και γέλια, μολόγαγε αργότερα .
Ο ξάδερφός μου, ο Σπύρος ο μπακάλης, είχε μια δίκαιη και φιλοσοφημένη θεωρία για τους προσωρινούς αυτούς ακάλεστους φιλοξενούμενους επισκέπτες μας. Ένα βράδυ, που έλεγαν πάλι για τα φρέσκα ανδραγαθήματά τους, τους είπε: Για ακούστε εδώ παιδιά, με όλα τα πλάσματα της γης και του ουρανού πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Εγώ προσπαθώ να το τηρώ αυτό ακόμη και με τα παγανά και έχω επιτυχία. Έτσι αποφεύγω τις ζημιές και τις βρωμιές τους. Αφήνω βέβαια ένα λυχνάρι αναμμένο μπροστά από το μαγαζί και ένα πίσω του. Σε τενεκεδάκια ρίχνω ούζο και κρασί, που απομένουν στα ποτήρια, αλλά και απ’ τα μπουκάλια, ανακατεμένα με νερό. Αφήνω ψωμιά και ό,τι άλλο φαγώσιμο. Έτσι παίρνουν το μερίδιό τους και φεύγουν ήρεμα…

Έφευγαν τα παγανά από το μαγαζί του Σπύρου μεθυσμένα και πήγαιναν παρακάτω στην πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο στη μέση. Σκαρφάλωναν επάνω στα ψηλά κλωνάρια του και ανεβοκατέβαιναν φωνάζοντας, τραγουδώντας και γελώντας. Ακούγονταν βιολιά και ντέφια, που αναστάτωναν και φόβιζαν τη γειτονιά. Έπαιρναν τότε τα όπλα, από την μια μεριά ο παππούς ο Κολιός, ο επί πολλά χρόνια πρόεδρος και από την άλλη ο Γεράσιμος και τα ντουφέκαγαν. Στρίγκλιζαν εκείνα και ούρλιαζαν. - Θα σκοτωθείτε μωρέ, μεταξύ σας για τα παγανά; Τους φώναζε ανήσυχος από παραπάνω ο μπάρμπα Βαγγέλης. Φωτιές ανάψτε και κάψτε λιβάνια, για να φύγουν…- Τα παγανά δεν είναι προεδριλίκι Νικολή, να κάνεις ό,τι θέλεις εσύ, του ‘κανε πλάκα ο ξάδερφός του ο Γιώργος.

«Αλεξάνδρα, Αλεξάνδρα» άκουσε η γιαγιά μας, η γυναίκα του Νικολή – Κολιό, όπως τον έλεγαν στο χωριό - να τη φωνάζει κάποια γνώριμη φωνή. Ξύπνησε η γιαγιά ανήσυχη και τράβηξε για την πόρτα. «Κάτι συμβαίνει σκέφτηκε»…-Μην πηγαίνεις της φώναξε ο παππούς απ’ το κρεββάτι…-Πώς να μην πάω, είπε εκείνη ανοίγοντας την πόρτα, κάποιος έχει ανάγκη τέτοια ώρα που είναι…-Ποιος είναι; Απάντησε. Ποιος φωνα…και χάθηκε η φωνή της. Δεν ξαναμίλησε η γυναίκα από εκείνη τη στιγμή…Οι δικοί της κατάλαβαν τι είχε γίνει, ότι η λαλιά της ήταν «παρμένη απ’ έξω». Ευτυχώς, ξημέρωνε Κυριακή και τελειώνοντας ο παπάς τη λειτουργία, πήγε και της διάβασε προσευχή και ευχές και σιγά σιγά η γιαγιά μας ξαναβρήκε τη φωνή της με την ευλογία του χριστού…

Το απόγευμα ο γιος της ο Αποστόλης, ο Γραμματικός, μαζί με το Γιαννάκη μάζεψαν από τις θημωνιές κι έκαναν ένα σωρό ξύλα, ρίξανε μέσα λιβάνια, χλωρές κλάρες μυρτιάς, πουρναριού και αλάτι. Πριν κοιμηθούν τ’ ανάψανε κι έγινε μια φωτιά μέχρι τα κλωνάρια του πλατάνου. - Θα καθίσω εγώ εδώ, να τα διώχνω με τη βέργα που τη φοβούνται, τους είπε ο μικρός Δημητράκης. Σε λίγο μοσχοβολούσε όλο το χωριό! Και από τότε δεν ξαναπήγαν τα σκανταλιάρικα παγανά στην πλατεία και ησύχασε η γειτονιά απ’ τα γλέντια τους, ησύχασε και απ’ τα ντουφεκίδια των γειτόνων.

Επέμενε η Γλυκερία και ο άντρας της ο Μενέλαος όλες αυτές τις βραδιές, ότι περασμένη ώρα στην ομορφοκαμωμένη πετρόχτιστη βρύση με το κρυσταλλένιο νερό στη γειτονιά μας μουσικές, ντέφια, βιολιά και τύμπανα βαράνε όλη νύχτα και καμμιά γυναίκα δεν πλησίαζε πριν ξημερώσει για να πάρει νερό…Αν ξέμενε καμμιά, έστελνε το μπάρμπα Κώστα, γιατί εκείνος με τους ύμνους της εκκλησίας στο στόμα δεν φοβόταν από τίποτε, όπου κι αν βρισκόταν. - Πρόσεχε, μπάρμπα Κώστα, μη μας κόψουν το νερό, του έλεγαν, διάβασέ τη. Εσείς προσευχές δεν ξέρετε; Τους απαντούσε καλόκαρδα…

Ακόμη και τα ζώα φοβήθηκαν και λιγοψύχησαν και ήταν σε απελπιστική κατάσταση αυτές τις μέρες των επισκεπτών. Οι κότες κούρνιαζαν με τον ήλιο έξω από φόβο. Τα σκυλιά φοβισμένα τρομοκρατημένα γαύγιζαν όλη τη νύχτα και κρύβονταν μέσα στα καλύβια και στις αποθήκες. Οι γάτες μπήκαν στα σπίτια και δεν ξεκόλλαγαν από μέσα. Τα έπιαναν τα καημένα απ’ τις ουρές τους οι νυχτερινοί διάβολοι και τα τράβαγαν πάνω ψηλά!

Για όλα έφταιγε ο μπάρμπα Κώστας! - Εσύ φταις του έλεγαν οι γυναίκες…Πότε τα καλοπιάνεις και πότε τα κακοπαίρνεις. - Κοιτάτε από την αστεία πλευρά τα γεγονότα και διασκεδάστε μαζί τους, τους έλεγε ο ήρεμος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Ακούστε τι σας συμβουλεύουν οι παπάδες μας, άλλωστε σε λίγες μέρες φεύγουν…

Όσο και τον αγροφύλακα γκρίνιαζαν, που άφηνε τα παγανά τις νύχτες αδέσποτα!
Έβλεπε και άκουγε ο Πέτρος τα πειράγματα τις ζημιές και τις τρομάρες, που τράβαγαν οι συγχωριανοί του από το παγανά και παρορμητικός και ζωηρός όπως ήταν, το πήρε βαριά. Είχε ακούσει στο μαγαζί, ότι τα παγανά φεύγουν και τραβιούνται στις φωλιές και στις τρύπες τους μετά στο τρίτο λάλημα των πετεινών…«Για να δούμε πουλάκια μου τώρα τι θα κάνετε, ξέρω τον τρόπο που θα σας εκδικηθώ», μονολόγησε…Βγήκε στην κορυφή της πλαγιάς, στο ύψωμα, που ήταν το σπίτι του, λάλησε και μιμήθηκε τα κοκόρια, κικιρίκουου, Κικιρίκου! Σε δευτερόλεπτα άρχισαν τα κοκόρια του χωριού να λαλούν, άλλα καλλίφωνα και άλλα βραχνά νομίζοντας ότι είναι ένα από αυτά κι αυτό πήραν σαν αρχή. Αναστατώθηκε όλο το χωριό από τα λαλήματα των κοκόρων! Οπότε και το τρίτο λάλημα έγινε πολύ νωρίτερα και νωρίτερα τραβήχτηκαν στις φωλιές του «οι έξω από δω» και ησύχαζαν όλοι. Καμάρωνε και φούσκωνε σαν πετεινός ο Πέτρος, για το κατόρθωμά του.

-Και πότε θα φύγουν τα Παγανά, μπάρμπα-Χαράλαμπε; Ρώτησε ο Αριστομένης στο μαγαζί. - Όταν τελειώσουν τις δουλειές τους εδώ στη γη, του είπε γελώντας…
Τα αθεόφοβα ζαβά και αδίστακτα παγανά και στο σπίτι της παπαδιάς μπήκαν το τελευταίο βράδυ τους στη γη. Φάγανε και σπάσανε τα αυγά που μάζευε η παπαδιά για τα Φώτα, αναστατώσανε και λερώσανε όλο το σπίτι κι έφυγαν ικανοποιημένα. Φώναζε, έβριζε και ωρυόταν η παπαδιά αχάραγα. «Παλιό βελζεβούληδες με κολάσατε μέρα που είναι σήμερα. Θου, Κύριε, συγχώρησέ με την αμαρτωλή», έλεγε η ευλαβική χριστιανή.
Την τελευταία βραδιά, όταν νύχτωνε καλά και μαζεύονταν οι κάτοικοι στα σπίτια τους και ερήμωνε το χωριό, μαζεύονταν εκείνα εκεί ψηλά στην αυλή της καλής θείας Μαρίας. Έπαιζαν, γελούσαν, φώναζαν χαρούμενα και ακούγονταν σαν μικρά παιδιά…Έβγαινε στην πόρτα της η καλόκαρδη και καλοσυνάτη γυναίκα και τα αποχαιρετούσε…- Καλό ταξίδι, καλά μας πλάσματα, να πάτε στο καλό και να μας ξανάρθετε πάλι, θα σας περιμένουμε!

Είχε φτιάξει την στάνη για το κοπάδι τα γίδια του στη Λούτσα, λιγότερο από μισή ώρα δρόμο ο Αριστείδης. Ένα προκομένο βιός, που με αυτό και τα χωράφια που καλλιεργούσε κάτω στη Λάμαρη έτρεφε την οικογένειά του. Η Λούτσα ήταν ένα μικρό λεκανοπέδιο 300 στρέμματα περίπου, περικλείονταν από ομοιόμορφες γλυκές και αρμονικές πλαγιές του Ζαλόγγου, επίπεδη περιοχή, ένα μεγάλο φυσικό και όμορφο στάδιο, που ήταν το αγαπημένο επίκεντρο των συγχωριανών και των κοπαδιών τους. Εδώ και εκεί ήταν συστάδες φιλικιών και αραιά μεγαλόκορμες και πανύψηλες βελανιδιές. Μερικές φορές από την πολλή βροχή γίνονταν μια ολοστρόγγυλη λίμνη. Εκεί στην αρχή της μεγαλύτερης πλαγιάς με τέχνη και μεράκι είχε φτιάξει τη στάνη του ο Αριστείδης για τα ασίγαστα, αεικίνητα γίδια του. Ένα χαγιάτι με ένα στρόγγυλο κατηφορικό γερό μαντρί και δίπλα την καλύβα του με τους πέτρινους τοίχους. Εκεί κοιμόταν αυτά τα βράδια, γιατί ήταν η εποχή της γέννας και δεν ήθελε να αφήσει τις ετοιμόγεννες «μανάδες» μόνες τους…Την ημέρα, πριν τον Πρώτο Αγιασμό - των Θεοφανίων - συνόδεψαν τα δυο αγόρια του, ο Μήτσος και ο Γιώργος, το κοπάδι στα πλαγερά λιβάδια, γιατί ο πατέρας τους θα πήγαινε στο χωριό, μέρες που ήταν να βγει κι εκείνος στο μαγαζί να πει δυο κουβέντες και να φάει το μεσημέρι με τη γυναίκα και τα τρία κορίτσια του. Εκεί που τα κουτσοπίνανε, ρώτησε ο Ματθαίος τον Αριστείδη…- Καλά δε φοβάσαι τα παγανά τη νύχτα μόνος σου, στη Λούτσα Αριστείδη; - Έχω μια γκλίτσα αγριλίσια όλο κόμπια…Αν θέλουν ας έρθουν, είπε γελώντας ο Αριστείδης. Θα τους μετρήσω τα παΐδια ένα - ένα, ας κοπιάσουν να λογαριαστούμε…

Κατά το απογευματάκι μάζεψε ο Αριστείδης τα πράγματά του πήρε ψωμί και ένα κομμάτι παστό χοιρινό, που είχαν παστώσει το πρωί παραμονής της Πρωτοχρονιάς, να το ψήσει το βράδυ στην καλύβα του, γιατί το μεσημέρι τον χάλασαν τα τσίπουρα. Θα είχε βασιλέψει ο ήλιος όταν φάνηκαν τα παιδιά με το κοπάδι τους…Βοήθησαν εκείνα τον πατέρα τους και θαμπώνοντας πήραν το μονοπάτι για το χωριό.

Άναψε ο βοσκός πατέρας τη φωτά στη μέση της καλύβας και σε λίγο θέριεψε εκείνη και έλαμψε λαμπρή. Τα ξερά ξύλα του λόγγου άρχισαν να σχηματίζουν μεγάλα κόκκινα κάρβουνα. Έβαλε τις φέτες το ψωμί δίπλα τους να πυρωθούν, έβαλε και λίγα κάστανα απ’ την άλλη μεριά…Μοσχοβόλησε η καλύβα και η στάνη. Άπλωσε έπειτα με τέχνη τη θράκα και ακούμπησε το λιπαρό κομμάτι του παστού επάνω της…Άρχισε εκείνο σιγά σιγά να ψήνεται και να ροδοκοκκινίζει ολόγυρα και η τσίκνα του απλώθηκε σ’ όλη τη Λούτσα…Ο αέρας φορτωμένος τη μυρωδιά πρόθυμα και γρήγορα την άπλωσε στις πλαγιές, στις λαγκαδιές και στις κορφές, στις λάκκες, στα σιάδια, στα στεφάνια και στις σπηλιές. Ξύπνησαν τα πεινασμένα ζουλάπια στις φωλιές τους, οσμίζονταν τον νυχτερινό πειρασμό και έγλειφαν ανήσυχα τα μουσούδια τους…Καλοκάθισαν και τα δυο σκυλιά του μπροστά στην πόρτα για να πάρουν το μερίδιό τους…Ξεσηκώθηκαν τα αερικά, τα ισκιώματα και τα παγανά στις σπηλιές, μύρισαν το φορτωμένο τσικνωμένο αέρα από το ψητό του καλοψήστη και με γρυλίσματα και μορφασμούς ακολούθησαν τις μυρωδιές για να το εντοπίσουν. Παρατηρούσε με λαιμαργία ο Αριστείδης το κρέας του να σιγοψήνεται στη θράκα, αλλά δεν βιαζόταν να απολαύσει το ψημένο θησαυρό. Είχε ολόκληρη νύχτα μπροστά του! «Λουκούμι θα γίνει το άτιμο»! Σιγομουρμούρισε ικανοποιημένος…

Εντόπισαν την στάνη απ’ την οποία έφτανε η νυχτιάτικη προκλητική μυρωδιά και σκαρφάλωσαν στα φιλίκια και στα πουρνάρια ολόγυρά της. Τα μάτια τους γυάλιζαν…

Τράβηξε ο ξωμάχος την σκάρα για να κρυώσει και να ξεκουραστεί το καλοψημένο ψητό. Είχε καιρό και όρεξη για να το απολαύσει…«Μεε κε κεεεκ…», ακούστηκε λίγο παρακάτω από την πόρτα του και έξω απ’ το μαντρί. «Μπα! Τι ακούγεται, μοιάζει σαν το βέλασμα του «Γκόρπου»…«Μεε κε κεεεκ…», ξανακούστηκε το χρονιάρικο κατσίκι του…Μα, ο «Γκόρπος» - ο ολόμαυρος- μπήκε μέσα στο μαντρί, τον είδα καλά…Τι κάνει απέξω»…«Μαα καα κααακ»…», βέλαξαν και τα γίδια από μέσα, σαν να τον αναζητούσαν και τον καλούσαν ανήσυχα…«Μεε κε κεεεκ…», ακουγόταν το αγαπημένο του κατσίκι και ακουγόταν σαν να ξεμακραίνει απ’ το μαντρί. Τα γίδια του από μέσα φαίνονταν ανήσυχα, πηγαινοέρχονταν φοβισμένα…Βγήκε ο Αριστείδης στην ανοιγμένη πόρτα και παρατηρούσε τη σκιά του «Γκόρπου» να απομακρύνεται προς τα κάτω. «Μα που πάει μόνο του, θα τον φάνε τα ζουλάπια…Τα σκυλιά που είναι; Γιατί δεν γαυγίζουν»; Τράβηξε ο Αριστείδης την σκάρα με το ψητό παραέξω να μην καεί και έφυγε βιαστικός να προφτάσει το άτακτο, κακότροπο κατσίκι του…Ώρες βασανιζόταν ο Αριστείδης να το πιάσει, πού στο φως του φεγγαριού φαινόταν ότι κούτσαινε κιόλας. Ώρες πολλές σ’ όλη τη Λούτσα γυρίζανε, εκείνο μπροστά κι ο στοργικός αφέντης πίσω του, αλλά του ξεφευγε. Το φεγγάρι με τα σύννεφα έπαιζαν το ίδιο κυνηγητό εκείνη την παγερή νύχτα, Και όταν τους ξεφευγε, έφεγγε και έβλεπε ο Αριστείδης το κουτσαμένο, ήμερο καθημερινά κατσίκι του, ορμούσε να το αρπάξει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ανέβαιναν και κατέβαιναν τις πλαγιές, ο ένας μπροστά κι ο άλλος απελπισμένος από πίσω και το αποτέλεσμα το ίδιο. Το κυνηγητό συνέχιζε…«Μεε κεε κεεεκ…»,βέλαζε ακούραστος και επίμονος ο «Γκόρπος» στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως του επίμονου φεγγαριού τον έβλεπε ίδιο, σαν μαύρη σκιά να παίρνει το μονοπάτι, που οδηγούσε στο στεφάνι προς το χωριό…«Θα το χάσω το άτιμο βετούλι», μουρμούρισε απελπισμένος, αλλά το ακολουθούσε…Πάλι τα ίδια βελάσματα και το ίδιο κυνηγητό, κατσίκι και άνθρωπος. «Με κεε κεεεκ…», ακούστηκε.

Απελευθερώθηκε και έλαμψε ολόγιομο το φεγγάρι, φώτισε και είδε ο Αριστείδης την άκρη του στεφανιού και μπροστά του να χάσκει ο γκρεμός. Αντίκρισε το χωριό του, την εκκλησία τους. «Με κεε κεεεκ…», ακούστηκε απόμακρα κάτω στο βάραθρο του στεφανιού…Και τότε κατάλαβε ποιος ήταν ο «Γκόρπος», τι ήθελε και τι επιδίωκε η παρέα και η συντροφιά του, που έμεινε πίσω στην στάνη. Σε λίγο ακούστηκαν τα πετεινάρια τού χωριού στο τρίτο λάλημά τους!
Ο παπά Νικόλας, που περνούσε απ’ το σύντομο μονοπάτι για να πάει στην Καμαρίνα, όπου ήταν παπάς, για την «Πρωτάγιαση», βρήκε το νυχτερινό ξωμάχο Αριστείδη μαζεμένο, αποκαμωμένο και φοβισμένο…Κάτι ψέλλιζε σαν προσευχή. Με μισόλογα τού εξηγούσε τι είχε συμβεί. Διάβασε ο σεβάσμιος παπάς βιαστικά μια προσευχή και τον συμβούλεψε να επιστρέψει στην στάνη του. - Ίσως είναι επινοήματα της φαντασίας σου, παιδί μου…Λέγε τις προσευχές και κράτα το Χριστό μέσα σου και δεν κινδυνεύεις από τίποτα…Ο νεογέννητος Χριστός σε κρατάει στον κήπο Του!

Ο νεαρός άντρας, ο Χρήστος ο γείτονάς του, που πήγαινε μπονόρα για τη στάνη του, τον βρήκε και τον οδήγησε βοηθώντας τον να γυρίσει στη στάνη του. Τα ψημένα κάστανα, το πυρωμένο ψωμί, το λαχταριστό ψητό και τ’ άλλα καλούδια έλειπαν από την αναστατωμένη καλύβα του Αριστείδη. Σε λίγο μετέφεραν τον Αριστείδη στο σπίτι του…

Από αύριο το βράδυ θα έρχομαι κι εγώ μαζί σου θείε, στην στάνη σου πέρα στη Λούτσα, του είπε ο μικρός ανιψιός του, Ο Χρήστος. Δεν σε χρειάζεται, γιατί τα παγανά φεύγουν σήμερα για τον κάτω κόσμο, του είπε ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος αδερφός του.
Πραγματικά, τα παγανά σύμφωνα με την παράδοση, φεύγουν για τον κάτω κόσμο την παραμονή των Φώτων, με τον «Πρώτο Αγιασμό» των υδάτων, της Πρωτάγιασης και κατά την αναχώρησή τους τραγουδούσαν με τρόμο :
«Φεύγετε να φεύγουμε - τι έρχεται ο τρελόπαπας
Με την αγιαστούρα του - και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε και μας, μας εκατέκαψε!»

Τα «γεγονότα» αυτά διαδραματίστηκαν στο χωριό μου, το Πολύβρυσο στους πρόποδες του Ζαλόγγου. Ένα από τα τέσσερα χωριά, που μεταφέρθηκαν και ενώθηκαν για να ιδρυθεί ο Ν. Ωρωπός Πρέβεζας. Αναφέρονται γύρω εκεί και μετά τη δεκαετία του ’50. Τώρα, σίγουρα αναρωτιέστε μικροί και μεγάλοι, αν τα συμβάντα και οι ιστορίες αυτές είναι πραγματικές και αληθινές! Το μόνο σίγουρο είναι ότι έρχονται από παλιά από την λαϊκή μας παράδοση. Τα ονόματα και τα πρόσωπα, που αναφέρω είναι πραγματικά και αληθινά…Είμαι σίγουρος δε, ότι θα αρέσουν πολύ και στα παιδιά και στους μεγάλους. Ταιριάζουν και δένουν με τις χριστουγεννιάτικες γιορτές και με την εποχή αυτή. Εμένα προσωπικά μού αρέσουν ακόμη πιο πολύ και γιατί αναφέρονται σε τόπους, καιρούς και πρόσωπα, που νοσταλγικά θυμάμαι με αγάπη.

Καλά Χριστούγεννα Χρόνια Πολλά
Λεωνίδας Κακιούζης Συντ/χος Δάσκαλος
Πρέβεζα, Δεκέμβριος του 2023

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου