Η θέσπιση του νόμου για την ενίσχυση της δικηγορικής ύλης επέφερε αλλαγές στην εξάλειψη προσημειώσεων υποθηκών, επιβάρυνε με περαιτέρω έξοδα τους δανειολήπτες που επιθυμούν την εξάλειψη της προσημείωσης του ακινήτου τους για ήδη εξοφλημένα δάνεια και δεν επέφερε καμία απολύτως συντόμευση χρόνου.
Η ρύθμιση ήταν καθαρά ευκαιριακή, προκειμένου να αυξήσει τη δικηγορική ύλη και να κάμψει τις αντιδράσεις των δικηγόρων σε σχέση με τις κινητοποιήσεις τους (τέλος 2023) για το φορολογικό νομοσχέδιο, χωρίς άλλη ουσιαστική χρησιμότητα.
Ήδη, με το προηγούμενο καθεστώς υπήρχε επίσης παθογένεια, η οποία δημιουργήθηκε και πάλι από μία άστοχη τροποποίηση του νόμου και πάλι προκειμένου να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις του δικηγορικού σώματος ενόψει άλλων κινητοποιήσεων τότε. Τότε, επιβλήθηκε η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου ακόμη και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μον Πρωτοδικείου (Μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87/Α/23.07.2015) στην § 1 του άρθρου 94 ΚΠολΔ). Έως τότε, μπορούσε να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστή, ο διευθυντής της τράπεζας ή εξουσιοδοτημένος υπάλληλος και να επιβεβαίωνε την εξόφληση του δανείου και η δίκη τελείωνε. Και τότε όμως υπήρχαν τραπεζικά ιδρύματα, που δεν επιθυμούσαν ο υπάλληλός τους να απομακρύνεται από την τράπεζα και να χάνει την ώρα του στο ακροατήριο, έτσι καταχρηστικά και παράνομα, απαιτούσαν προκειμένου να συναινέσουν, να ερχόταν ο δικηγόρος της τράπεζας, την αμοιβή του οποίου και πάλι επέβαλαν στον δανειολήπτη που τους είχε εξοφλήσει!
Με την προηγούμενη τροποποίηση λοιπόν εξυπηρετήθηκαν τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία πλέον, με τον τρόπο αυτό, βρήκαν έναν έμμεσο τρόπο να λαμβάνουν αμοιβής οι συνεργαζόμενοι δικηγόροι, οι οποίοι για ένα «συναινώ», πληρωνόντουσαν το παράβολο. Μπορεί η τράπεζα να τους κατέβαλε πενιχρές αμοιβές για τις εν γένει υπηρεσίες τους, πλην όμως, είχε βρει έναν έμμεσο τρόπο να αυξάνει το εισόδημα των «δικών της» δικηγόρων. Μένανε έτσι όλοι ευχαριστημένοι, πλην του δανειολήπτη, που σημειωτέων, είχε εξοφλήσει το δάνειο και που κατά την συνομολόγηση της προσημείωσης δεν είχε ενημερωθεί για τη διαδικασία εξαλείψεως αυτής.
Με την θέσπιση του Ν 5134/2024 (άρθρ 19) δεν δόθηκε καμία επιπλέον δυνατότητα στον δανειολήπτη. Απλά, ενώ πρώτα την εξάλειψη την έκανε το δικαστήριο χωρίς επιπλέον κόστος, τώρα την κάνει δικηγόρος που ορίζεται με συγκεκριμένη διαδικασία, έναντι επιπλέον αμοιβής (160,00 €).
Όταν λοιπόν σήμερα ο δανειολήπτης επισκέπτεται το τραπεζικό κατάστημα και ζητά την εξάλειψη της προσημείωσής του, ο αρμόδιος υπάλληλος (με βάση το νέο νόμο που μιλά για συναινετική προσημείωση), κάνοντας χρήση του ορισμού περί συναινετικότητας, του υποβάλλει την εξής παραπειστική ερώτηση : Συναινετική ή κατ΄ αντιδικία; Τι νόημα έχει αυτή η ερώτηση στον δανειολήπτη που έχει εξοφλήσει – ποια η αντιδικία στην περίπτωση αυτή; Ή σε αυτόν που οφείλει και δεν έχει τις προϋποθέσεις εξάλειψης – οπότε ποιο θέμα συναίνεσης τίθεται;
«Συναινετική» απαντά αυτονόητα στον τραπεζικό υπάλληλο ο καλόπιστος πρώην δανειολήπτης που δεν επιθυμεί καμία αντιδικία ή διένεξη ή δοσοληψία με την τράπεζα. Και έτσι, η θετική απάντησή του περί της κατ’ ευφημισμό αυτής «συναινετικής» εξάλειψης στρέφεται εναντίον των συμφερόντων του.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο επιπλέον έξοδο για το δανειολήπτη.
Διότι προκειμένου να εμφανισθεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος της τράπεζας και να συναινέσει στην εξάλειψη, η τράπεζα επιβάλει στο δανειολήπτη, να καταβάλει τα έξοδα της παράστασης του δικηγόρου της τράπεζας !!! Σε ποια ευνομούμενη πολιτεία δικαιολογείται, πόσο μάλλον επιβάλλεται, να πληρώνεις τον δικηγόρο του αντιδίκου σου;
Αντιθέτως: Εάν ο δανειολήπτης αντί να απευθυνθεί στην τράπεζα, απευθυνθεί στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, εκείνος θα του εξηγήσει, πως δεν χρειάζεται να «παρακαλέσει» καμία τράπεζα για να εξαλείψει την προσημείωση του ήδη εξοφληθέντος δανείου του. Ότι η εξάλειψη αυτή είναι δικαίωμά του. Πως μπορεί με την απόδειξη εξοφλήσεως της τελευταίας δόσης και αίτηση εξάλειψης προς το δικαστήριο απευθείας, η οποία θα επιδοθεί στην τράπεζα, η προσημείωσή του να εξαλειφθεί χωρίς ο ίδιος να πληρώσει ταυτόχρονα α) και το δικηγόρο της τράπεζας β) και δικηγόρο για προβεί σε εξάλειψη γ) και τον δικό του δικηγόρο που θα κάνει την αίτηση προς το δικαστήριο. Στην περίπτωση που ο δανειολήπτης τηρήσει τη διαδικασία αυτή, η τράπεζα δεν βρίσκει δικαιολογία και έρεισμα να του επιβάλει να πληρώσει το δικό της δικηγόρο. Και η τράπεζα στην περίπτωση αυτή, παρότι έχει εξοφληθεί, για να μην πληρώσει εκείνη το δικηγόρο, δεν εμφανίζεται καν στο δικαστήριο για να δηλώσει το αυτονόητο, ότι εξοφλήθηκε. Παρόλα αυτά, η ερημοδικία της τράπεζας και η μη εναντίωσή της, σε συνδυασμό με την εξοφλητική απόδειξη της τελευταίας δόσης, είναι αρκετά για να εκδοθεί η απόφαση που θα εξαλείφει την προσημείωση. Αυτή την εξάλειψη λοιπόν, στην οποία η τράπεζα δεν εμφανίζεται καν, επέτρεψε ο νομοθέτης, να ονομάζεται κατ’ αντιδιαστολή, ως εξάλειψη κατ’ αντιδικία.
Τι είναι λοιπόν λογικό να επιλέξει ο δανειολήπτης; Και ποιος τον προστατεύει;
Με την πρακτική και τον τρόπο αυτό η τράπεζα παραλείπει να ενημερώσει τον καλόπιστο πρώην δανειολήπτη για το κόστος της κατ’ ευφημισμό «συναινετικής» εξάλειψης εν αντιθέσει με το σαφώς μικρότερο κόστος της άλλης διαδικασίας.
Φυσικά κανείς δεν εξηγεί στο δανειολήπτη ποιο είναι το συμφέρον του, αφού η τράπεζα άλλο ρόλο επιτελεί. Ο τραπεζικός υπάλληλος δικαιούται να ισχυρισθεί ότι δεν είναι δικηγόρος, ότι υπέβαλε την ερώτηση στον δανειολήπτη που εκείνος ήταν που απάντησε καταφατικά, ότι η διαδικασία προβλέπεται από το νόμο και μάλιστα θεσπίσθηκε για το συμφέρον του δανειολήπτη.
Εν κατακλείδι, ο νομοθέτης με την άστοχη και καιροσκοπική – συντεχνιακή νομοθέτηση της «συναινετικής» προσημείωσης, επιβάρυνε τον δανειολήπτη, ο οποίος θα πρέπει να ενημερώνεται για τα συμφέροντά του, από το νομικό του συμπαραστάτη και όχι από την ΑΝΤΙΔΙΚΟ, στην κυριολεξία, τράπεζα.
Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Γρ. Οικονόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου